Выбрать главу

» Θα προσπαθήσουμε να πάμε πιο γρήγορα αύριο. Ξάπλωσε τώρα και θα φυλάξω εγώ για όση νύχτα απομένει. Πόσο θα ’θελα να το ’πιανα το άθλιο. Μπορεί και να το χρησιμοποιούσαμε. Αλλά, μιας και δεν μπορώ να το πιάσω, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να του ξεφύγουμε. Είναι πολύ επικίνδυνο. Εκτός από καμιά νυχτερινή δολοφονία για λογαριασμό του, μπορεί να βάλει τους εχθρούς στα ίχνη μας.

Η νύχτα πέρασε χωρίς να φανεί ούτε η σκιά του Γκόλουμ. Ύστερα από εκείνο το επεισόδιο η Ομάδα είχε τα μάτια της δεκατέσσερα, αλλά δεν είδαν πια το Γκόλουμ για όσο καιρό βάσταξε το ταξίδι τους στο Ποτάμι. Αν τους ακολουθούσε ακόμα, το έκανε πολύ προσεκτικά και πανούργα. Τώρα, σύμφωνα με πρόταση του Άραγκορν, κωπηλατούσαν πολλές ώρες κι οι όχθες έφευγαν γρήγορα. Αλλά πολύ λίγο είδαν τις περιοχές που περνούσαν, γιατί ταξίδευαν κυρίως τη νύχτα και το σούρουπο και ξεκουράζονταν τη μέρα, κρυμμένοι όσο πιο καλά μπορούσαν στα μέρη που σταματούσαν. Μ’ αυτό τον τρόπο πέρασαν χωρίς να τους συμβεί τίποτα μέχρι την έβδομη μέρα.

Ο καιρός ήταν ακόμα μουντός κι ο ουρανός φορτωμένος σύννεφα, με τον αέρα απ’ την Ανατολή, αλλά, καθώς το δειλινό γινόταν νύχτα, ο ουρανός πέρα στη δύση καθάρισε, σχηματίζοντας λιμνούλες από αμυδρό φως, κίτρινες και πράσινες χλωμές ανάμεσα σε ακτές με γκρίζα σύννεφα. Μπορούσαν κιόλας να δουν τη λεπτή γραμμή του νέου Φεγγαριού να γυαλίζει στις απόμακρες λίμνες. Ο Σαμ το κοίταξε και ζάρωσε τα φρύδια του.

Την άλλη μέρα το τοπίο κι απ’ τις δυο πλευρές άρχισε ν’ αλλάζει γρήγορα. Οι όχθες άρχισαν να ψηλώνουν και να γίνονται πέτρινες. Σε λίγο άρχισαν να περνούν μέσα από μια περιοχή όλο πέτρινους λόφους και στις δυο όχθες, με απόκρημνες πλαγιές πνιγμένες στ’ αγκάθια, στις αγριοδαμασκηνιές, στα βάτα και στα διάφορα αναρριχητικά φυτά. Πάνω απ’ τις όχθες υψώνονταν χαμηλοί ετοιμόρροποι γκρεμοί και κάτι γκρίζες πολυκαιρινές πέτρες σαν καμινάδες, σκεπασμένες με κισσό· και πιο πίσω ακόμα υψώνονταν ψηλές κορυφογραμμές στεφανωμένες με ανεμοδαρμένα έλατα. Πλησίαζαν την γκρίζα λοφοπεριοχή του Έμιν Μιούιλ, το νότιο σύνορο της Χώρας της Ερημιάς.

Είχε πολλά πουλιά στους γκρεμούς και στις πετροκαμινάδες, κι όλη τη μέρα ψηλά στον ουρανό έκαναν κύκλους κοπάδια πουλιά, μαύρα στο φόντο του χλωμού ουρανού. Καθώς ήταν ξαπλωμένοι στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει εκείνη τη μέρα, ο Άραγκορν παρακολουθούσε το πέταγμά τους μ’ αμφιβολία κι αναρωτιόταν μήπως το Γκόλουμ είχε κάνει καμιά βρομοδουλειά και τα νέα για το ταξίδι τους κυκλοφορούσαν τώρα στην ερημιά. Αργότερα, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος κι η Ομάδα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει ξανά, είδε μια μαύρη κηλίδα προς τα κει που έσβηνε το φως: ένα μεγάλο πουλί ψηλά και μακριά, που πότε έκανε κύκλους και πότε πετούσε αργά κατά το νοτιά.

— Τι να ’ναι εκείνο, Λέγκολας; ρώτησε, δείχνοντας στον ουρανό κατά το βοριά. Είναι αετός, ή κάνω λάθος;

— Ναι. είπε ο Λέγκολας. Είναι αετός, αετός στο κυνήγι. Τι να σημαίνει αυτό άραγε; Βρίσκεται πολύ μακριά απ’ τα βουνά.

— Δε θα ξεκινήσουμε αν δε σκοτεινιάσει για καλά. είπε ο Άραγκορν.

Η όγδοη νύχτα του ταξιδιού τους έφτασε. Ήταν σιωπηλή και δίχως άνεμο· ο τσουχτερός ανατολικός αέρας είχε μείνει πίσω. Το λεπτό Μισοφέγγαρο είχε πέσει από νωρίς στο χλωμό ηλιοβασίλεμα, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Αν και μακριά κατά το Νοτιά υπήρχαν μεγάλα σύννεφα που ακόμα φέγγιζαν ελαφρά, στη Δύση τ’ άστρα αναβόσβηναν κιόλας ζωηρά.

— Ελάτε! είπε ο Άραγκορν. Θ’ αποτολμήσουμε ένα ακόμα νυχτερινό ταξίδι. Πλησιάζουμε σε περιοχές του Ποταμού που δεν τις ξέρω καλά· γιατί ποτέ δεν έχω ταξιδέψει σ’ αυτά τα μέρη μέσ’ απ’ το Ποτάμι, ανάμεσα από δω και τους Υφαλοστρόβιλους του Σαρν Γκεμπίρ. Αλλά, αν έχω υπολογίσει σωστά, έχουμε αρκετά μίλια ως εκεί. Αλλά, όπως και να ’χει το πράγμα, υπάρχουν επικίνδυνα σημεία ακόμα και πριν φτάσουμε εκεί: βράχοι και πέτρινα νησάκια μες στο νερό. Πρέπει να προσέχουμε πολύ και να μην προσπαθούμε να κωπηλατούμε γρήγορα.

Στο Σαμ, στην πρώτη βάρκα, ανάθεσαν τη δουλειά του παρατηρητή. Έγειρε μπροστά με μάτια γουρλωμένα στη σκοτεινιά. Η νύχτα προχώρησε, αλλά τ’ αστέρια ψηλά ήταν παράξενα ζωηρά κι η επιφάνεια του Ποταμού θαμπόφεγγε. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και ταξίδευαν εδώ κι αρκετή ώρα, χωρίς σχεδόν να χρησιμοποιήσουν καθόλου τα κουπιά, όταν ξαφνικά ο Σαμ έβγαλε μια φωνή. Λίγες μονάχα γυάρδες μπροστά υψώθηκαν κάτι μαύρες σιλουέτες κι άκουσε το θόρυβο του νερού που τρέχει ορμητικά. Ένα δυνατό ρεύμα τούς γύριζε προς τ’ αριστερά, κατά την ανατολική ακτή που η κοίτη ήταν καθαρή. Όπως τους παράσερνε πέρα, οι ταξιδιώτες είδαν, πολύ κοντά τώρα, το χλωμό αφρό του Ποταμού να χτυπιέται πάνω σε κοφτερούς βράχους που ξεπετάγονταν ως πέρα μακριά μες στο νερό σαν μια σειρά δόντια. Οι βάρκες όλες βρέθηκαν κοντά κοντά.