— Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το Γκόλουμ είχε συγγένεια με τους χόμπιτ, έστω και μακρινή, είπε ο Φρόντο αρκετά συγχυσμένος. Τι απαίσια ιδέα!
— Είναι όμως αληθινή, απάντησε ο Γκάνταλφ. Κι όπως και να ’χει το πράγμα, γύρω απ’ την καταγωγή τους, εγώ ξέρω περισσότερα απ’ όσα ξέρουν οι ίδιοι οι χόμπιτ. Ακόμα κι η ιστορία του Μπίλμπο δείχνει τη συγγένεια. Υπήρχαν πάρα πολλά στο νου και στις αναμνήσεις τους, που ήταν πολύ παρόμοια. Ο ένας μπόρεσε να καταλάβει τον άλλο εξαιρετικά καλά, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ένας χόμπιτ θα καταλάβαινε, ας πούμε, ένα Νάνο ή έναν Ορκ, ή ακόμα κι ένα Ξωτικό. Να, θυμήσου για παράδειγμα, τα αινίγματα που τα ήξεραν κι οι δυο.
— Ναι, είπε ο Φρόντο. Κι άλλοι όμως, εκτός απ’ τους χόμπιτ, λένε αινίγματα λίγο πολύ τα ίδια. Κι οι χόμπιτ κρατάνε το λόγο τους. Το Γκόλουμ απ’ την αρχή είχε αποφασίσει να μην τον κρατήσει. Προσπαθούσε μονάχα να κάνει τον Μπίλμπο να ξεχαστεί. Και θα ’λεγα πως διασκέδαζε η κακία του, αρχίζοντας ένα παιγνίδι που μπορούσε να τελειώσει εξοικονομώντας του εύκολη λεία, μα που, κι αν έχανε, δε θα το έβλαπτε.
— Όλ’ αυτά φοβάμαι πως είναι πέρα για πέρα αληθινά, είπε ο Γκάνταλφ. Μα υπήρχε και κάτι άλλο, νομίζω, που δεν το βλέπεις ακόμα. Γιατί και το Γκόλουμ δεν ήταν πέρα για πέρα διεφθαρμένο. Είχε αποδειχτεί πιο σκληρό απ’ όσο θα υπολόγιζε κι ένας Σοφός — σκληρό σαν χόμπιτ. Υπήρχε μια μικρή γωνίτσα στο μυαλό του, που ήταν ακόμα δική του και τη φώτισε — σαν μια χαραματιά στο σκοτάδι — φως απ’ τα περασμένα. Και θα του ήταν στ’ αλήθεια ευχάριστο, νομίζω, ν’ ακούει μια καλοσυνάτη φωνή ξανά, να του ξυπνάει αναμνήσεις του ανέμου και των δέντρων, του ήλιου και της πρασινάδας και τέτοιων λησμονημένων πραγμάτων.
» Αλλ’ αυτό στο τέλος, φυσικά, θα κατάφερνε μόνο να κάνει τον υπόλοιπο κακό του εαυτό να θυμώσει περισσότερο — εκτός και μπορούσε να τον κατανικήσει. Εκτός και θεραπευόταν. Ο Γκάνταλφ αναστέναξε. Αλίμονο! Πολύ λίγες ελπίδες υπάρχουν γι’ αυτό. Όχι όμως και καμιά. Όχι μόλο που κάτεχε το Δαχτυλίδι για τόσον καιρό, σχεδόν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Γιατί έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το φορούσε πολύ: στα μαύρα σκοτάδια σπάνια το χρειαζόταν. Κι οπωσδήποτε ποτέ του δεν “ξεθώριασε”. Είναι ακόμα ισχνό και σκληρό. Αλλά το Δαχτυλίδι του κατάτρωγε το μυαλό, φυσικά, και το βάσανο είχε γίνει σχεδόν ανυπόφερτο.
» Όλα τα “μεγάλα μυστικά” κάτω απ’ τα βουνά αποδείχτηκαν πως ήταν μόνο άδεια νύχτα: δεν υπήρχε τίποτα άλλο να βρεθεί, τίποτα που ν’ άξιζε να κάνει, μόνο να τρώει κρυφά κι απαίσια και να θυμάται μνησίκακα. Βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Μισούσε το σκοτάδι, μα μισούσε το φως περισσότερο: μισούσε τα πάντα και, πιο πολύ απ’ όλα, το Δαχτυλίδι.
— Τι θέλεις να πεις; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν ήταν το Δαχτυλίδι το πολύτιμό του και το μόνο πράγμα που το ενδιέφερε; Μα, αν το μισούσε, γιατί δεν το ξεφορτωνόταν, ή γιατί δεν τ’ άφηνε, και να ’φευγε μακριά;
— Θα ’πρεπε ν’ αρχίζεις να το καταλαβαίνεις, Φρόντο, ύστερα απ’ όλα όσα έχεις ακούσει, είπε ο Γκάνταλφ. Το μισούσε και τ’ αγαπούσε, όπως μισούσε κι αγαπούσε τον εαυτό του. Δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό. Σ’ αυτό το θέμα δεν του είχε μείνει καθόλου θέληση.
» Ένα Δαχτυλίδι με δύναμη φροντίζει τον εαυτό του, Φρόντο. Αυτό μπορούσε να γλιστρήσει και να πέσει προδοτικά, μα ο κάτοχός του ποτέ δεν το εγκαταλείπει. Το πολύ πολύ να παίξει με την ιδέα να το δώσει σε κάποιον άλλο να το φυλάξει — κι αυτό μόνο στις αρχές, όταν πρωταρχίζει να σε βάζει κάτω απ’ την εξουσία του. Αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, μόνο ο Μπίλμπο στην ιστορία ξεπέρασε το στάδιο του παιξίματος με την ιδέα και το ’δωσε στην αλήθεια. Και χρειάστηκε γι’ αυτό όλη μου τη βοήθεια. Αλλά, ακόμα κι έτσι, ποτέ δε θα το εγκατέλειπε έτσι απλά ή θα το πέταγε. Δεν ήταν το Γκόλουμ, Φρόντο, μα το ίδιο το Δαχτυλίδι που αποφάσιζε. Το Δαχτυλίδι άφησε το Γκόλουμ.
— Μη μου πεις πως το εγκατέλειψε πάνω στην ώρα για να συναντήσει τον Μπίλμπο; είπε ο Φρόντο. Δεν του ’κανε καλύτερα ένας Ορκ;
— Αυτό δεν είναι υπόθεση για γέλια, είπε ο Γκάνταλφ. Όχι για σένα. Αυτό ήταν το πιο περίεργο πράγμα σ’ όλη την ιστορία του Δαχτυλιδιού ως τώρα: το να φτάσει ο Μπίλμπο ακριβώς τότε και να βάλει το χέρι επάνω του, στα τυφλά, μες στο σκοτάδι.
» Ενεργούσαν περισσότερες από μια δύναμη, Φρόντο. Το Δαχτυλίδι προσπαθούσε να επιστρέψει στον κύριό του. Είχε γλιστρήσει απ’ το χέρι του Ισίλντουρ και τον πρόδωσε· μετά, σα βρέθηκε η ευκαιρία, έπιασε το φτωχό τον Ντήγκολ κι αυτός δολοφονήθηκε· και ύστερα το Γκόλουμ και το ’χε αφανίσει. Δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πιο πέρα: ήταν πολύ μικρό και κακόβουλο· κι όσο καθόταν μαζί του. δε θα ξανάφηνε ποτέ τη βαθιά λιμνούλα του. Έτσι τώρα που ο κύριος του ξύπνησε γι’ άλλη μια φορά κι έστελνε τη σκοτεινή του σκέψη απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, εγκατέλειψε το Γκόλουμ, μόνο και μόνο για να το βρει το πιο απίθανο πρόσωπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: ο Μπίλμπο απ’ το Σάιρ!