— Δεν μπορείς όμως να δεις πολύ μακριά, είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε κι εγώ. Μπορεί και να είναι η αποστολή σου να βρεις τις Σχισμές του Χαμού. Αλλ’ αυτή η αποστολή μπορεί να είναι και γι’ άλλους: δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς, δεν είσαι έτοιμος ακόμα γι’ αυτόν το μακρύ δρόμο.
— Όχι βέβαια! είπε ο Φρόντο. Μα στο μεταξύ τι πορεία ν’ ακολουθήσω;
— Προς τον κίνδυνο· μα όχι πολύ βιαστικά κι απερίσκεπτα ούτε και κατευθείαν πάνω του, απάντησε ο μάγος. Αν θέλεις τη συμβουλή μου, πήγαινε στο Σκιστό Λαγκάδι. Αυτό το ταξίδι δε θα ’ναι πολύ επικίνδυνο, αν κι ο δρόμος δεν είναι τόσο εύκολος όσο πριν και θα χειροτερέψει όσο περνά η χρονιά.
— Σκιστό Λαγκάδι! είπε ο Φρόντο. Πολύ καλά: θα πάω ανατολικά για το Σκιστό Λαγκάδι. Θα πάρω το Σαμ να κάνει επίσκεψη στα Ξωτικά, Θα πετάξει απ’ τη χαρά του.
Το ’πε αστεία, μα η καρδιά του ξαφνικά λαχτάρησε να δει το σπίτι τού Έλροντ του Μισοξωτικού και ν’ αναπνεύσει τον αέρα εκείνης της βαθιάς κοιλάδας, που κατοικούσαν ακόμα ειρηνικά πολλοί απ’ τα Ωραία Πλάσματα.
Ένα καλοκαιριάτικο βραδάκι εκπληκτικά νέα έφτασαν στον Κισσό και στον Πράσινο Δράκο. Οι γίγαντες κι οι άλλοι κακοί οιωνοί στα σύνορα του Σάιρ ξεχάστηκαν για πιο σπουδαίες υποθέσεις: ο κύριος Φρόντο πουλούσε το Μπαγκ Εντ, δηλαδή το ’χε κιόλας πουλήσει — τους Σάκβιλ-Μπάγκινς!
— Και πήρε ένας σωρό λεφτά! είπε κάποιος.
— Για μια δεκάρα, είπαν άλλοι, κι αυτό είναι το πιο πιθανό, αφού αγοραστής ήταν η κυρα Λομπέλια.
(Ο Όθο είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν, στην ώριμη μα απογοητευμένη ηλικία των 102).
Το γιατί ο κύριος Φρόντο πουλούσε την ωραία του τρύπα, συζητιόταν ακόμα πιο πολύ απ’ την τιμή. Μερικοί υποστήριζαν τη θεωρία — που τη στήριζαν το νεύματα και οι υπαινιγμοί του ίδιου του κυρίου Μπάγκινς — πως τέλειωσαν τα λεφτά του Φρόντο: θα έφευγε απ’ το Χόμπιτον και θα ζούσε αποτραβηγμένα, με τα χρήματα από το σπίτι, πέρα στο Μπάκλαντ, ανάμεσα στους Μπράντιμπακ τους συγγενείς του.
— Όσο πιο μακριά γίνεται απ’ τους Σάκβιλ-Μπάγκινς, πρόσθεταν μερικοί.
Αλλά τόσο γερά ήταν σφηνωμένη η ιδέα του αμέτρητου πλούτου των Μπάγκινς του Μπαγκ Εντ, που οι πιο πολλοί το έβρισκαν δύσκολο να το πιστέψουν, δυσκολότερο από κάθε άλλο λόγο, ή παραλογισμό, που τους έλεγε η φαντασία τους: στους πιο πολλούς έλεγε ένα σκοτεινό κι ακόμα αξεσκέπαστο σχέδιο του Γκάνταλφ. Αν κι αυτός καθόταν πολύ ήσυχα και δεν κυκλοφορούσε τη μέρα, όλοι ήξεραν πως «κρυβόταν στο Μπαγκ Εντ». Αλλά όπως κι αν ταίριαζε η μετακόμιση με τα σχέδια της μαγείας του, δεν υπήρχε αμφιβολία για το γεγονός: ο Φρόντο Μπάγκινς γύριζε πίσω στο Μπάκλαντ.
— Ναι, φεύγω αυτό το φθινόπωρο, έλεγε. Ο Μέρι Μπράντιμπακ ψάχνει να μου βρει μια καλή τρύπα, ή ίσως ένα μικρό σπιτάκι.
Για να λέμε την αλήθεια, με τη βοήθεια του Μέρι, είχε κιόλας διαλέξει κι αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι στο Κρικχόλοου, την εξοχή πέρα απ’ το Μπάκλμπερι. Σ’ όλους, εκτός απ’ το Σαμ, υποκρινόταν πως θα πήγαινε να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Την ιδέα τού την έβαλε η απόφαση του να βαδίσει ανατολικά· γιατί το Μπάκλαντ ήταν στ’ ανατολικά σύνορα του Σάιρ και, όπως είχε ζήσει εκεί τα παιδικά του χρόνια, η επιστροφή του θα φαινόταν τουλάχιστον πιστευτή.
Ο Γκάνταλφ έμεινε στο Σάιρ πάνω από δυο μήνες. Έπειτα, ένα βραδάκι, τέλος Ιουνίου, μόλις το σχέδιο του Φρόντο είχε τελικά τακτοποιηθεί, ανακοίνωσε ξαφνικά πως έφευγε το πρωί.
— Μόνο για λίγο. ελπίζω, είπε. Μα θα πάω κάτω, πέρα απ’ τα νότια σύνορα, για να μάθω νέα, αν μπορώ. Κάθισα άπρακτος περισσότερο απ’ όσο έπρεπε.
Μίλησε ελαφρά, μα φάνηκε στο Φρόντο πως ήταν κάπως στενοχωρημένος.
— Συνέβη τίποτα; ρώτησε.
— Οχι, ακριβώς· μα άκουσα κάτι που μ’ έβαλε σ’ ανησυχία και χρειάζεται να το ελέγξω. Αν, παρ’ όλ’ αυτά, νομίσω πως είναι ανάγκη να ξεκινήσεις αμέσως, θα γυρίσω πίσω γρήγορα ή θα στείλω κάποια ειδοποίηση. Στο μεταξύ, ακολούθησε το σχέδιό σου· μα να ’σαι προσεκτικός όσο ποτέ, ιδιαίτερα για το Δαχτυλίδι. Και σ’ το ξανατονίζω πάλι: μην το χρησιμοποιήσεις!
Έφυγε: το χάραμα.
— Μπορεί να επιστρέψω οποιαδήποτε μέρα, είπε. Το αργότερο, θα γυρίσω για το αποχαιρετιστήριο πάρτι. Γιατί νομίζω πως μπορεί να χρειαστείς τη συντροφιά μου στο Δρόμο.
Στην αρχή ο Φρόντο στενοχωρήθηκε πολύ κι αναρωτιόταν συχνά τι να ’χε ακούσει ο Γκάνταλφ· μα η ανησυχία του ξεθώριασε και με τον ωραίο καιρό, ξέχασε τις έννοιες του για λίγο. Το Σάιρ είχε σπάνια ξαναδεί τέτοιο όμορφο καλοκαίρι, ή τέτοιο πλούσιο φθινόπωρο: τα δέντρα ήταν φορτωμένα με μήλα, το μέλι έσταζε απ’ τα μελίσσια και το αραποσίτι ήταν ψηλό και μεστωμένο.