Выбрать главу

Ο Πίπιν έβαλε τα γέλια.

— Λοιπόν, καιρός πια να τα φτιάξετε. Αν έρχεσαι μάλιστα να μείνεις στο Μπάκλαντ. Ο γερο-Μάγκοτ είναι στ’ αλήθεια καρδιά μάλαμα — αν δεν του πειράξεις τα μανιτάρια του. Άντε να πάρουμε το δρομάκι και τότε δε θα πατάμε μέσα στα χωράφια του. Αν τον συναντήσουμε, θα μιλήσω εγώ. Είναι φίλος του Μέρι. Κάποτε αυτός κι εγώ ερχόμαστε πολύ συχνά εδώ.

Ακολούθησαν το δρομάκι μέχρι που είδαν τις καλαμένιες στέγες ενός μεγάλου σπιτιού κι άλλων μικρότερων, να ξεπροβάλλουν μέσ’ από τα δέντρα μπροστά τους. Οι Μάγκοτ, οι Τσαλαβούτες του Στοκ κι οι περισσότεροι κάτοικοι του Βάλτου ζούσαν σε σπίτια. Το υποστατικό ήταν γερά χτισμένο με τούβλα και γύρω γύρω είχε έναν ψηλό τοίχο. Μια μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα στον τοίχο, οδηγούσε στο δρομάκι.

Ξαφνικά, εκεί που πλησίαζαν πιο κοντά, ξέσπασαν φοβερά γαβγίσματα και μια φωνή ακούστηκε να φωνάζει: «Δαγκάνα! Σουβλοδόντη! Λύκε! Εμπρός, παιδιά!».

Ο Φρόντο κι ο Σαμ μαρμάρωσαν. Ο Πίπιν έκανε λίγα βήματα μπροστά. Η εξώπορτα άνοιξε και τρεις θεόρατοι σκύλοι πετάχτηκαν έξω στο δρομάκι κι όρμησαν στους ταξιδιώτες γαβγίζοντας άγρια. Στον Πίπιν δεν έδωσαν σημασία· ο Σαμ όμως ζάρωσε στον τοίχο, ενώ δυο σκύλοι, που έμοιαζαν με λύκους, τον μυρίζονταν ύποπτα κι αγρίευαν αν έκανε πως κουνιέται. Ο μεγαλύτερος κι ο πιο άγριος απ’ τους τρεις σταμάτησε μπρος απ’ το Φρόντο γρυλίζοντας, με τις τρίχες σηκωμένες.

Απ’ την πόρτα βγήκε τώρα ένας φαρδύς, γεροφτιαγμένος χόμπιτ, με στρογγυλό κόκκινο πρόσωπο.

— Ε, εσείς εκεί! Ποιοι είσαστε και τι γυρεύετε; ρώτησε.

— Χαίρετε, κύριε Μάγκοτ! είπε ο Πίπιν. Ο χωριάτης τον κοίταξε προσεκτικά.

— Ε, λοιπόν, μη μου πεις πως αυτός είναι ο νεαρός κύριος Πίπιν — ο κύριος Πέρεγκριν Τουκ, θα ’πρεπε να πω! φώναξε κι η αγριάδα του έγινε χαμόγελο. Έχω πολύ καιρό να σε δω στα μέρη μας. Είσαι τυχερός που σε ξέρω. Γιατί ήμουνα έτοιμος να βάλω τα σκυλιά μου να κυνηγήσουν όλους τους άγνωστους. Μυστήρια πράγματα γίνονται σήμερα. Βέβαια, βλέπουμε λογιώ λογιώ τύπους να τριγυρνάνε σ’ αυτά τα μέρη πότε πότε. Παραείμαστε κοντά στο Ποτάμι, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Μ’ αυτός ο τύπος είναι ο πιο παράξενος που είδα ποτές μου. Μα δε θα ξαναπεράσει απ’ τα χωράφια μου δίχως άδεια για δεύτερη φορά, αν μπορώ να τον σταματήσω!

— Δηλαδή, τι τύπος, θες να πεις; ρώτησε ο Πίπιν.

— Λεν τον είδατε, λοιπόν; είπε ο χωριάτης. Ανηφόρισε το δρόμο πάνω στο ανάχωμα λίγο πριν. Ήταν πολύ παράξενος κι έκανε περίεργες ερωτήσεις. Μα ίσως να θέλετε να περάσετε μέσα, να τα πούμε με πιότερη άνεση.

Έχω καλή μπίρα στο βαρέλι, αν εσύ κι οι φίλοι σου θέλετε, κύριε Τουκ. Φαινόταν καθαρά πως ο χωριάτης θα τους έλεγε κι άλλα, αν τον άφηναν να τα πει με την ώρα του και με τον τρόπο του, έτσι όλοι δέχτηκαν την πρόσκληση.

— Και τα σκυλιά; ρώτησε ο Φρόντο ανήσυχα. Ο χωριάτης γέλασε.

— Δε θα σ’ αγγίξουν — παρά μονάχα αν τους το πω εγώ. Εδώ! Δαγκάνα! Σουβλοδόντη! Κάτω! φώναξε. Κάτω, Λύκε!

Για μεγάλη ανακούφιση του Φρόντο και του Σαμ, οι σκύλοι απομακρύνθηκαν και τους άφησαν να φύγουν ελεύθεροι.

Ο Πίπιν σύστησε τους άλλους δυο στον κτηματία. — Ο κύριος Φρόντο Μπάγκινς, είπε. Μπορεί να μην τον θυμάστε, μα κάποτε έμενε στο Μπράντι Χολ.

Ακούγοντας το όνομα Μπάγκινς ο χωριάτης ξαφνιάστηκε κι έριξε μια κοφτερή ματιά στο Φρόντο. Για μια στιγμή ο Φρόντο νόμισε πως ξύπνησε η ανάμνηση των κλεμμένων μανιταριών κι ότι θα ’λεγε στα σκυλιά να τον ξεπροβοδίσουν. Μα ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς τον έπιασε απ’ το μπράτσο.

— Λοιπόν, για δες κάτι περίεργα πράγματα! ξεφώνισε. Ο κύριος Μπάγκινς; Περάστε μέσα! Εμείς πρέπει να κουβεντιάσουμε.

Μπήκαν στην κουζίνα και κάθισαν κοντά στο μεγάλο τραπέζι. Η κυρία Μάγκοτ έφερε μπίρα σε μια τεράστια κανάτα και γέμισε τέσσερα μεγάλα ποτήρια. Ήταν καλή μπίρα κι ο Πίπιν βρήκε πως αποζημιώθηκε με το παραπάνω, που έχασε τη Χρυσή Κούρνια. Ο Σαμ έπινε γουλιά γουλιά την μπίρα του υποψιάρικα. Από φυσικού του δεν εμπιστευόταν αυτούς που κατοικούσαν σ’ άλλα μέρη του Σάιρ· και δεν είχε καμιά όρεξη να γίνει γρήγορα φίλος με κάποιον που είχε χτυπήσει τ’ αφεντικό του, όσο παλιά κι αν είχε γίνει αυτό.

Αφού μίλησαν λίγο για τον καιρό και τη σοδειά (που δεν ήταν χειρότερη απ’ ό,τι συνήθως), ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς άφησε το ποτήρι του και τους κοίταξε όλους με τη σειρά.

— Και τώρα, κύριε Πέρεγκριν, είπε, πούθε ερχόσαστε και για πούθε τραβάτε; Ερχόσαστε να μου κάνετε βίζιτα; Γιατί, αν είναι έτσι, είχατε προσπεράσει την πόρτα μου δίχως να σας δω.

— Λοιπόν, όχι, απάντησε ο Πίπιν. Για να πούμε την αλήθεια, μιας και την έχεις μαντέψει, μπήκαμε στο δρομάκι απ’ την άλλη άκρη: ήρθαμε μέσ’ απ’ τα χωράφια σου. Μ’ αυτό γίνηκε κατά λάθος. Χάσαμε το δρόμο μας στο δάσος πίσω, κοντά στο Γούντχολ, προσπαθώντας να κόψουμε δρόμο για το Φέρι.