Выбрать главу

Σαν μπήκαν απ’ την πόρτα του φράχτη και πήραν το μονοπάτι, φως δε φαινόταν πουθενά· τα παράθυρα ήταν σκοτεινά με τα εξώφυλλα κλειστά. Ο Φρόντο χτύπησε την πόρτα κι ο Χοντρός Μπόλγκερ την άνοιξε. Το φως χύθηκε έξω να τους καλωσορίσει. Γλίστρησαν γρήγορα μέσα κι έκλεισαν καλά τον πόρτα. Βρέθηκαν σ’ ένα ευρύχωρο χολ με πόρτες κι απ’ τις δυο πλευρές· μπροστά τους ένας διάδρομος διάσχιζε το σπίτι απ’ τη μια άκρη ως την άλλη.

— Λοιπόν, πώς σου φαίνεται; ρώτησε ο Μέρι απ’ το διάδρομο. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να το κάνουμε σαν το παλιό σου σπίτι, αν και δεν είχαμε πολύ καιρό. Ο Χοντρός κι εγώ ήρθαμε εδώ, με το τελευταίο φορτωμένο κάρο, μόλις χτες.

Ο Φρόντο κοίταξε γύρω. Πραγματικά έμοιαζε με το παλιό του σπίτι. Πολλά απ’ τα δικά του αγαπημένα πράγματα — ή μάλλον πράγματα του Μπίλμπο (του τον θύμιζαν πολύ στο καινούριο τους περιβάλλον) — ήταν τακτοποιημένα όσο το δυνατόν όπως ήταν στο Μπαγκ Εντ. Το σπίτι ήταν ευχάριστο, άνετο και φιλόξενο· κι έπιασε τον εαυτό του να εύχεται να ερχόταν πραγματικά εδώ να μείνει αποτραβηγμένος ήσυχα. Του φαινόταν άδικο να έχει βάλει τους φίλους του σ’ όλον αυτόν τον κόπο· και αναρωτιόταν πάλι πώς θα τους έλεγε τα νέα πως γρήγορα έπρεπε να τους αφήσει, δηλαδή αμέσως. Κι όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτή εδώ τη νύχτα, πριν πάνε γιά ύπνο όλοι.

— Είναι υπέροχο! είπε με μεγάλη προσπάθεια. Σχεδόν δε μου φαίνεται πως μετακόμισα καθόλου.

Οι ταξιδιώτες κρέμασαν τις μπέρτες τους και σώριασαν τα σακίδιά τους στο πάτωμα. Ο Μέρι τους οδήγησε στο διάδρομο κι άνοιξε μια πόρτα στο βάθος. Φως από φωτιά κι ένα σύννεφο ατμός πετάχτηκαν έξω.

— Μπάνιο! φώναξε ο Πίπιν. Ω, ευλογημένε Μέριαντοκ!

— Με τι σειρά θα μπούμε; είπε ο Φρόντο. Ο μεγαλύτερος πρώτος ή ο γρηγορότερος πρώτος; Είτε έτσι είτε αλλιώς εσύ θα ’σαι τελευταίος, κύριε Πέρεγκριν.

— Γιατί δε μ’ εμπιστεύεστε να βολέψω τα πράγματα καλύτερα; είπε ο Μέρι. Δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε τη ζωή μας στο Κρικχόλοου καβγαδίζοντας για το μπάνιο. Εκεί μέσα στο δωμάτιο υπάρχουν τρεις μπανιέρες κι ένα καζάνι βραστό νερό. Υπάρχουν επίσης πετσέτες, τρίφτες και σαπούνια. Μπείτε μέσα κι άντε, γρήγορα!

Ο Μέρι κι ο Χοντρός πήγαν στην κουζίνα και καταπιάστηκαν με τις τελευταίες προετοιμασίες για ένα αργοπορημένο δείπνο. Κομμάτια από τραγούδια και ξελαρυγγιάσματα έρχονταν απ’ το λουτρό, ανακατεμένα με πλατσουρίσματα και τσαλαβουτήματα. Η φωνή του Πίπιν ξαφνικά ακούστηκε ψηλότερα απ’ των άλλων, σ’ ένα απ’ τ’ αγαπημένα τραγούδια-μπάνιου του Μπίλμπο:

Το νερό τραγουδώ το ζεστό, Που τη λάσπη της μέρας ξεπλένει. Στο νερό, στο λουτρό, ποιος δεν μπαίνει; Ω, νερό καθαρό! Ω, νερό μου βραστό!
Τι γλυκιά μουσική σαν ακούς να βουίζει Το ρυάκι που κυλά στην πεδιάδα απ’ χα βουνά. Μα Εγώ σας δηλώνω, τώρα δα, καθαρά, Προτιμώ το ζεστό το νερό που αχνίζει.
Δροσερό, στο φρυγμένο λαιμό είναι δώρο μεγάλο. Μα εγώ ομολογώ, πως στη γη δεν είν’ άλλο, Σαν την κίτρινη μπίρα ωραίο ποτό Και στην πλάτη νερό αχνιστό!
Σιντριβάνι ωραίο, σαν πηδάει ψηλά, Η πηγή κι η χαρά της ζωής σου. Μα καλύτερο είν’ σαν αφρίζει ζεστά, Όταν τρίβεις γερά το κορμί σου!

Ακούστηκε ένα τρομακτικό πλατς και μια φωνή: Όπα! απ’ το Φρόντο. Κατά τα φαινόμενα, ένα σωρό νερό απ’ την μπανιέρα του Πίπιν μιμήθηκε το σιντριβάνι και τινάχτηκε στον αέρα.

Ο Μέρι πήγε στην πόρτα:

— Τι θα λέγατε για φαΐ και για μπίρα στο λαιμό; φώναξε. Ο Φρόντο βγήκε έξω σκουπίζοντας τα μαλλιά του.

— Εχει τόσο νερό εκεί μέσα, που έρχομαι στην κουζίνα για να τελειώσω, είπε.

— Ψυχούλα μου! Τι γίνεται εδώ πέρα; είπε ο Μέρι, ρίχνοντας μια ματιά μέσα.

Το πέτρινο δάπεδο κολυμπούσε.

— Πρέπει να τα σφουγγαρίσεις όλα, αν θες να φας, Πέρεγκριν, είπε. Και κάνε γρήγορα, γιατί δε θα σε περιμένουμε.

Έφαγαν στην κουζίνα, με το τραπέζι κοντά στη φωτιά.

— Φαντάζομαι πως εσείς οι τρεις δε θα θέλετε ξανά μανιτάρια; είπε ο Φρέντεγκαρ, χωρίς να το ελπίζει και πολύ.

— Και βέβαια θέλουμε! φώναξε ο Πίπιν.

— Είναι δικά μου! είπε ο Φρόντο. Τα έδωσε για μένα η κυρία Μάγκοτ, που είναι βασίλισσα ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες των χωρικών. Κάτω τα λαίμαργα χέρια σας, εγώ θα σερβίρω.

Οι χόμπιτ έχουν πάθος για τα μανιτάρια, που ξεπερνά και τη μεγαλύτερη λαιμαργία των Μεγάλων Ανθρώπων. Γεγονός που εξηγεί, ως ένα σημείο, τις μεγάλες εκστρατείες του νεαρού Φρόντο στα φημισμένα χωράφια του Βάλτου και το θυμό του αδικημένου Μάγκοτ. Αυτή τη φορά υπήρχαν άφθονα για όλους, ακόμα και για χόμπιτ. Υπήρχαν επίσης ένα σωρό άλλα πράγματα για συμπλήρωμα και, όταν τέλειωσαν, ακόμα κι ο Χοντρός Μπόλγκερ αναστέναξε ευχαριστημένος. Έσπρωξαν πίσω το τραπέζι και τράβηξαν τις καρέκλες κοντά στη φωτιά.