Выбрать главу

— Λοιπόν, τώρα τουλάχιστον, έχω κάποια ιδέα πού βρισκόμαστε! είπε ο Μέρι. Έχουμε έρθει σχεδόν στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ εκείνη που σκοπεύαμε. Αυτό το ποτάμι είναι ο Ελικοπόταμος! Θα πάω μπροστά να ρίξω μια ματιά.

Μπήκε στο φως του ήλιου κι εξαφανίστηκε στα ψηλά χορτάρια. Σε λίγο ξαναφάνηκε κι είπε πως η γη ήταν αρκετά στεγνή απ’ τα ριζά του γκρεμού ως το ποτάμι· σε μερικά μέρη πυκνά χόρτα κατέβαιναν ως την άκρη του νερού.

— Και το καλύτερο είναι, είπε, πως φαίνεται να υπάρχει κάτι σαν μονοπάτι που ακολουθεί στριφτά την ακροποταμιά από τούτη τη μεριά. Αν στρίψουμε αριστερά και το ακολουθήσουμε, θα πρέπει να βγούμε έξω στην ανατολική πλευρά του Δάσους τέλος.

— Αυτό θα ’λεγα κι εγώ! είπε ο Πίπιν. Δηλαδή, αν το μονοπάτι πάει ως εκεί και δε μας οδηγήσει ίσια σε κανένα βάλτο και μας αφήσει εκεί! Ποιος νομίζεις πως έφτιαξε το μονοπάτι και γιατί; Είμαι σίγουρος πως δεν έγινε για το καλό μας. Εγώ αρχίζω να υποψιάζομαι τα πάντα μέσα σ’ αυτό το Δάσος κι αρχίζω να πιστεύω όλες τις ιστορίες γι’ αυτό. Κι έχεις καμιά ιδέα πόσο ανατολικά θα χρειαστεί να πάμε;

— Οχι, είπε ο Μέρι, καμιά. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα σε ποιο σημείο του Ελικοπόταμου βρισκόμαστε, ούτε ποιος μπορεί να ’ρχεται εδώ τόσο συχνά ώστε να φτιάξει μονοπάτι δίπλα του. Μα δεν μπορώ να δω ή να σκεφτώ άλλο τρόπο για να βγούμε.

Αφού δεν μπορούσε να γίνει τίποτ’ άλλο, μπήκαν στη σειρά κι ο Μέρι τους οδήγησε στο μονοπάτι που είχε ανακαλύψει. Παντού τα καλάμια ήταν ψηλά, ζωηρά και, σε πολλά σημεία, ξεπερνούσαν τα κεφάλια τους· σα βρήκαν όμως το μονοπάτι, ήταν πολύ εύκολο να το ακολουθήσουν, όπως γύριζε και στριφογύριζε διαλέγοντας τα πιο ασφαλισμένα μέρη ανάμεσα στους βάλτους και στους νερόλακκους. Πού και πού περνούσε από πάνω από άλλα ρυάκια, που κατηφόριζαν μέσα από νεροσυρμές και χύνονταν στον Ελικοπόταμο απ’ τα ψηλότερα μέρη του Δάσους· και σ’ εκείνα τα σημεία υπήρχαν κορμοί δέντρων ή δεμάτια από χαμόκλαδα βαλμένα προσεκτικά από πάνω.

Οι χόμπιτ άρχισαν να ζεσταίνονται πολύ. Στρατιές από μύγες όλων των ειδών βούιζαν γύρω απ’ τ’ αυτιά τους και ο απογευματινός ήλιος έκαιγε τις πλάτες τους. Τέλος, έφτασαν ξαφνικά σε μια αδύνατη σκιά· μεγάλα γκρίζα κλαδιά απλώνονταν μες στο μονοπάτι. Κάθε βήμα μπροστά γινόταν όλο και με μεγαλύτερη απροθυμία απ’ το προηγούμενο. Μια νύστα φαινόταν να σέρνεται και να βγαίνει απ’ το χώμα και ν’ ανεβαίνει στα πόδια τους και να πέφτει μαλακά απ’ τον αέρα στα κεφάλια και στα μάτια τους.

Ο Φρόντο ένιωσε το σαγόνι του να πέφτει και το κεφάλι του να κουτουλάει. Ακριβώς μπροστά του ο Πίπιν έπεσε στα γόνατα. Ο Φρόντο σταμάτησε.

— Δε γίνεται τίποτα, άκουσε το Μέρι να λέει. Δεν μπορώ να κάνω άλλο βήμα αν δεν ξεκουραστώ. Πρέπει να πάρω έναν υπνάκο. Είναι δροσιά κάτω απ’ τις ιτιές. Λιγότερες μύγες!

Του Φρόντο δεν του άρεσε αυτό.

— Άντε εμπρός! φώναξε. Δεν είναι ώρα για να πάρουμε υπνάκο. Πρέπει να βγούμε απ’ το Δάσος πρώτα.

Οι άλλοι όμως ήταν πολύ νυσταγμένοι για να νοιάζονται. Δίπλα τους ο Σαμ στεκόταν και χασμουριόταν κι ανοιγόκλεινε τα μάτια του χαζά.

Απότομα κι ο ίδιος ο Φρόντο ένιωσε τον ύπνο να τον κυριεύει. Το κεφάλι του κολυμπούσε. Τώρα σχεδόν δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος στον αέρα. Οι μύγες είχαν πάψει να βουίζουν. Μονάχα μια μακρινή μαλακή φωνή, ένα μαλακό φτερούγισμα, λες κι από τραγούδι που το μισομουρμούριζαν, φαινόταν ν’ αναταράζει τα κλαδιά από πάνω. Σήκωσε τα βαριά του μάτια κι είδε να γέρνει από πάνω του μια θεόρατη ιτιά, γέρικη και μπαμπακιασμένη. Έδειχνε τεράστια. Τα ξαπλωμένα της κλαδιά ανέβαιναν σαν μπράτσα που απλώνονταν με πολλά μακρυδάχτυλα χέρια. Ο κορμός της ήταν ροζιασμένος και στριμμένος, με σχισμές που έχασκαν κι έτριζαν ξέπνοα στο κούνημα των κλαδιών. Τα φύλλα που φτερούγιζαν στο λαμπερό ουρανό τον θάμπωναν. Διπλώθηκε πέφτοντας κι έμεινε εκεί, πεσμένος στο χορτάρι.

Ο Μέρι κι ο Πίπιν πήγαν σέρνοντας και ξάπλωσαν με την πλάτη στον κορμό της ιτιάς. Πίσω τους οι μεγάλες σχισμές άνοιξαν πλατιά για να τους δεχτούν. Το δέντρο σειόταν κι έτριζε, Κοίταξαν ψηλά τις γκρίζες και κίτρινες φυλλωσιές, που κουνιόντουσαν ελαφρά στο φως και τραγουδούσαν. Έκλεισαν τα μάτια τους κι ύστερα τους φάνηκε πως μπορούσαν σχεδόν ν’ ακούσουν λόγια, λόγια δροσερά που κάτι έλεγαν για νερό και για ύπνο. Εγκαταλείφθηκαν στη μαγεία τους κι αποκοιμήθηκαν βαθιά στα πόδια της μεγάλης γκρίζας ιτιάς.