»“Το πιπόχορτο είναι καλύτερο μετά το φαγητό”, είπε ο Πίπιν έτσι δημιουργήθηκε η κατάσταση.
— Τώρα τα καταλάβαμε όλα εντελώς, είπε ο Γκίμλι.
— Όλα εκτός από ένα, είπε ο Άραγκορν: φύλλο απ’ τη Νότια Μοίρα στο Ίσενγκαρντ. Όσο πιο πολύ το σκέπτομαι, τόσο πιο περίεργο το βρίσκω. Δεν έχω έρθει ποτέ στο Ίσενγκαρντ, αλλά έχω ταξιδέψει σ’ αυτή την περιοχή και ξέρω καλά τις ερημιές που απλώνονται ανάμεσα στο Ρόαν και στο Σάιρ. Ούτε εμπορεύματα ούτε κόσμος δεν περνάει από κει, εδώ και πολλά χρόνια, τουλάχιστον όχι φανερά. Ο Σάρουμαν έχει κρυφές δοσοληψίες με κάποιον στο Σάιρ, φαντάζομαι. Φιδόγλωσσοι μπορεί να βρεθούν και σε άλλα σπίτια εκτός του Βασιλιά Θέοντεν. Είχε ημερομηνία στα βαρέλια;
— Ναι, είπε ο Πίπιν. Ήταν συγκομιδή του 1417, δηλαδή περσινή· ή μάλλον όχι, προπέρσινη, φυσικά, τώρα — καλή χρονιά.
— Α, καλά, ό,τι κακό κι αν μαγειρευόταν τελείωσε πια, ελπίζω· κι έτσι κι αλλιώς, προς το παρόν, βρίσκεται πολύ μακριά μας, είπε ο Άραγκορν. Όμως νομίζω πως θα το αναφέρω στον Γκάνταλφ, παρ’ όλο που φαίνεται ανάξιο λόγου ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις μεγάλες υποθέσεις.
— Τι να κάνει τώρα άραγε; είπε ο Μέρι. Το απομεσήμερο φεύγει. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά! Μπορείς πάντως να μπεις στο Ίσενγκαρντ τώρα, Γοργοπόδαρε, αν θέλεις. Αλλά το θέαμα δεν είναι πολύ ευχάριστο.
Κεφάλαιο Χ
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΑΡΟΥΜΑΝ
Διέσχισαν την ερειπωμένη στοά και στάθηκαν πάνω σ’ ένα σωρό από πέτρες, κοιτάζοντας το σκοτεινό βράχο του Όρθανκ και τα πολλά του παράθυρα, απειλητικό ακόμα παρ’ όλη την καταστροφή που απλωνόταν ολόγυρά του. Τα νερά τώρα είχαν υποχωρήσει σχεδόν όλα. Τόπους τόπους είχαν μείνει σκοτεινές λίμνες, σκεπασμένες με βρόμικους αφρούς και συντρίμμια· αλλά το μεγαλύτερο μέρος του ευρύχωρου δακτύλιου ήταν πάλι γυμνό, ερημωμένο, όλο γλίτσα και πεσμένες πέτρες, σαν βλογιοκομμένο με μαύρες τρύπες και σημειωμένο με κολόνες και στύλους που έγερναν μεθυσμένα δώθε κείθε. Στα χείλια της θρυμματισμένης κούπας είχαν μαζευτεί σωροί ολόκληροι από χαλίκια, λες και τα είχε εκσφενδονίσει εκεί κάποια άγρια καταιγίδα· και πιο πέρα η πράσινη θρασεμένη κοιλάδα ανηφόριζε, σχηματίζοντας ένα μακρύ φαράγγι, ανάμεσα στις σκοτεινές παρυφές των βουνών. Από την απέναντι πλευρά του χερσότοπου είδαν καβαλάρηδες να προχωρούν με προσοχή· έρχονταν απ’ τη βορινή πλευρά κι είχαν πλησιάσει κιόλας το Όρθανκ.
— Να ο Γκάνταλφ με το Θέοντεν και τους άντρες του! είπε ο Λέγκολας. Πάμε να τους βρούμε.
— Προσέχετε πού πατάτε! είπε ο Μέρι. Έχει ξεκολλημένες πλάκες που μπορεί να γυρίσουν προς τα πάνω και να σας ρίξουν σε κανένα λάκκο, αν δεν έχετε το νου σας.
Ακολούθησαν τ’ απομεινάρια του δρόμου που πήγαινε απ’ τις πύλες στο Όρθανκ, προχωρώντας αργά, γιατί οι πλάκες ήταν ραγισμένες και όλο γλίτσα. Οι καβαλάρηδες, βλέποντάς τους να πλησιάζουν, σταμάτησαν στη σκιά του βράχου και τους περίμεναν. Ο Γκάνταλφ προχώρησε μπροστά να τους συναντήσει.
— Λοιπόν, ο Δεντρογένης κι εγώ είχαμε κάτι πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες και καταστρώσαμε και μερικά σχέδια, είπε· κι όλοι μας ξεκουραστήκαμε λιγάκι, που τόσο μας χρειαζόταν. Τώρα πρέπει πάλι να ξεκινήσουμε. Φαντάζομαι πως κι εσείς, σύντροφοι, ξεκουραστήκατε και φρεσκαριστήκατε;
— Βέβαια, είπε ο Μέρι. Αλλά οι κουβέντες μας άρχισαν και τέλειωσαν με καπνό. Κι έτσι είμαστε λιγότερο εχθρικά διατεθειμένοι απέναντι στο Σάρουμαν απ’ ό,τι πριν.
— Ναι; είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ πάντως όχι. Και τώρα έχω μια τελευταία δουλειά να κάνω πριν φύγω: πρέπει να κάνω μία αποχαιρετιστήρια επίσκεψη στο Σάρουμαν. Επικίνδυνη και κατά πάσα πιθανότητα άχρηστη· αλλά πρέπει να γίνει. Όσοι θέλετε μπορείτε να έρθετε μαζί μου — αλλά το νου σας! Και μην αστειεύεστε! Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα.
— Εγώ θά ’ρθω, είπε ο Γκίμλι. Θέλω να τον δω και να μάθω αν πραγματικά σου μοιάζει.
— Και πώς θα το μάθεις αυτό, κύριε Νάνε; είπε ο Γκάνταλφ. Ο Σάρουμαν θα μπορούσε να φανεί σαν κι εμένα στα μάτια σου, αν τον Βόλευε έτσι. Κι είσαι ακόμα αρκετά σοφός, ώστε να μπορείς να ξεχωρίζεις όλες του τις μεταμφιέσεις; Λοιπόν, θα δούμε, ίσως. Μπορεί και να ντραπεί να φανερωθεί μπροστά σε τόσα διαφορετικά μάτια μαζί. Αλλά έχω παραγγείλει σ’ όλους τους Εντ να κρυφτούν, κι έτσι ίσως τον πείσουμε να φανερωθεί.
— Και ποιος είναι ο κίνδυνος; ρώτησε ο Πίπιν. Θα μας ρίξει και θα ξεχύσει φωτιά απ’ τα παράθυρά του· ή μπορεί να μας κάνει τίποτα μάγια από μακριά;
— Αυτό το τελευταίο είναι το πιο πιθανό, αν πάτε στην πόρτα του μ’ ανάλαφρη καρδιά, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε τι μπορεί να κάνει ή να διαλέξει να κάνει. Ένα άγριο ζώο όταν το στριμώξεις είναι επικίνδυνο να το πλησιάσεις. Κι ο Σάρουμαν έχει δυνάμεις που ούτε τις φαντάζεστε. Φυλαχτείτε από τη φωνή του!