Έφτασαν τώρα στη βάση του Όρθανκ. Ήταν μαύρη κι ο βράχος γυάλιζε σαν να ήταν βρεγμένος. Οι πολλές όψεις της πέτρας είχαν κοφτερές γωνίες, λες κι είχαν μόλις τώρα πελεκηθεί. Μερικά γδαρσίματα και κάτι μικροσκοπικά ξεφλουδίσματα κοντά στη βάση ήταν όλα κι όλα τα σημάδια που είχε ύστερα από τη μανία των Εντ.
Στην ανατολική πλευρά, ανάμεσα σε δυο παραστάδες, ήταν μια μεγάλη πόρτα, ψηλότερα από τη γη· κι από πάνω της είχε μια μπαλκονόπορτα με παντζούρια κι ένα μπαλκόνι με σιδερένια κάγκελα. Ως το κατώφλι της πόρτας είχε είκοσι εφτά πλατιά σκαλοπάτια, σκαμμένα με κάποια άγνωστη τέχνη απ’ τον ίδιο μαύρο βράχο. Αυτή ήταν η μοναδική είσοδος του πύργου, αλλά πολλά μακρόστενα παράθυρα ήταν κομμένα βαθιά στους θεόρατους τοίχους: κι από κει ψηλά κρυφοκοίταζαν σαν μικροσκοπικά μάτια που αγνάντευαν κατάκορφα. Στην αρχή της σκάλας ο Γκάνταλφ κι ο βασιλιάς ξεπέζεψαν.
— Θ’ ανεβώ εγώ, είπε ο Γκάνταλφ. Έχω ξαναρθεί στο Όρθανκ και ξέρω τον κίνδυνο που διατρέχω.
— Θά ’ρθω κι εγώ, είπε ο βασιλιάς. Είμαι γέρος και δε φοβάμαι κανέναν κίνδυνο πια. Θέλω να μιλήσω στον εχθρό που μου έχει κάνει τόσο κακό. Ο Έομερ θα ’ρθει μαζί μου να βοηθήσει τα γέρικά μου πόδια μη σκοντάψουν.
— Όπως θέλεις, είπε ο Γκάνταλφ. Ο Άραγκορν θα ’ρθει μαζί μου. Οι υπόλοιποι ας μας περιμένουν στη βάση της σκάλας. Θα δουν και θ’ ακούσουν αρκετά, αν έχει τίποτα για να δουν και ν’ ακούσουν.
— Όχι! είπε ο Γκίμλι. Ο Λέγκολας κι εγώ θέλουμε να δούμε από κοντά. Ο καθένας μας αντιπροσωπεύει το λαό του. Θα έρθουμε κι εμείς από πίσω σας.
— Εμπρός, λοιπόν! είπε ο Γκάνταλφ, και μ’ αυτά τα λόγια άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια κι ο Θέοντεν στο πλευρό του.
Οι Καβαλάρηδες του Ρόαν κάθονταν ανήσυχοι στ’ άλογά τους, δεξιά κι αριστερά της σκάλας, και κοίταζαν με μάτια σκοτεινά το μεγάλο πύργο ψηλά, γιατί φοβόνταν μήπως πάθει τίποτα ο άρχοντάς τους. Ο Μέρι κι ο Πίπιν κάθισαν στο τελευταίο σκαλοπάτι κι ένιωθαν ασήμαντοι και ανασφαλείς.
— Είναι μισό μίλι όλο γλίτσα από δω ως την πύλη! μουρμούρισε ο Πίπιν. Μακάρι να μπορούσα να ξεγλιστρήσω πίσω στο φρουραρχείο χωρίς να με προσέξουν. Γιατί ήρθαμε εδώ; Δε χρειαζόμαστε.
Ο Γκάνταλφ στάθηκε μπροστά στην πόρτα του Όρθανκ και τη χτύπησε με το ραβδί του. Αντήχησε υπόκωφα.
— Σάρουμαν, Σάρουμαν! φώναξε με δυνατή επιτακτική φωνή. Σάρουμαν, έλα έξω!
Για αρκετή ώρα δεν ερχόταν καμιά απάντηση. Τέλος, η μπαλκονόπορτα πάνω από την πόρτα άνοιξε, αλλά κανείς δε φαινόταν στο σκοτεινό της άνοιγμα.
— Ποιος είναι; είπε μια φωνή. Τι θέλετε; Ο Θέοντεν ξαφνιάστηκε.
— Την ξέρω τούτη τη φωνή, είπε, και καταριέμαι τη μέρα που την πρωτάκουσα.
— Πήγαινε να φωνάξεις το Σάρουμαν, αφού έγινες θαλαμηπόλος του, Γκρίμα Φιδόγλωσσε! είπε ο Γκάνταλφ. Και μη μας καθυστερείς!
Η μπαλκονόπορτα έκλεισε. Περίμεναν. Ξαφνικά μίλησε μια άλλη φωνή, χαμηλή και μελωδική, ο ήχος της και μόνον ήταν μαγεία. Όσοι άκουγαν απροειδοποίητα εκείνη τη φωνή σπάνια μπορούσαν ν’ αναφέρουν τα λόγια που άκουσαν κι αν το κατάφερναν, απορούσαν, γιατί λίγη δύναμη τους έμενε. Κυρίως θυμόντουσαν πως ήταν απόλαυση να την ακούει κανείς να μιλά κι όλα όσα έλεγε φαίνονταν σοφά και λογικά και ξυπνούσε μέσα τους η επιθυμία να συμφωνήσουν αμέσως κι εκείνοι για να φανούν σοφοί κι ίδιοι. Αν μιλούσαν άλλοι, η φωνή τους «[χανόταν σκληρή κι ακαλλιέργητη συγκριτικά· και αν ερχόντουσαν σε αντιλογία με τη φωνή, άναβε θυμός στις καρδιές εκείνων που ήταν μαγεμένοι. Για μερικούς τα μάγια κρατούσαν μόνον όσο η φωνή τούς μιλούσε, κι όταν μιλούσε σε κάποιον άλλο χαμογελούσαν, όπως αυτοί που μαντεύουν το κόλπο του ταχυδακτυλουργού, ενώ οι άλλοι έχουν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Για πολλούς ο ήχος της φωνής και μόνον ήταν αρκετός για να τους μαγέψει· αλλά εκείνους που η φωνή κυρίευε, τα μάγια κρατούσαν ακόμα κι όταν βρίσκονταν μακριά και άκουγαν πάντα την απαλή φωνή να τους ψιθυρίζει και να τους προτρέπει. Κανείς όμως δεν έμενε ασυγκίνητος· κανείς δεν μπορούσε να αποδιώξει τις παρακλήσεις και τις διαταγές της χωρίς να καταβάλει προσπάθεια με το μυαλό και τη θέλησή του, για όσο διάστημα ο αφέντης της την είχε κάτω από τον έλεγχο του.
— Λοιπόν; είπε ρωτώντας μαλακά. Γιατί μου ταράζετε την ανάπαυση; Δε θα με αφήσετε ήσυχο ούτε μέρα ούτε νύχτα;
Ο τόνος της ήταν ο τόνος μιας καλοσυνάτης καρδιάς που λυπόταν για παθήματα που δεν τ’ άξιζε.
Κοίταξαν ψηλά, κατάπληκτοι, γιατί δεν τον άκουσαν να έρχεται· κι είδαν μια μορφή να στέκεται στα κάγκελα και να τους κοιτάζει — ένας γέροντας τυλιγμένος σ’ ένα μεγάλο μανδύα, που δεν ξεδιάκρινες εύκολα το χρώμα του, γιατί άλλαζε αν κουνούσαν τα μάτια τους ή αν αυτός σάλευε. Το πρόσωπό του ήταν μακρουλό, με ψηλό μέτωπο, είχε βαθιά σκούρα μάτια, δύσκολο να δεις τα βάθη τους, αν κι η ματιά τους τώρα ήταν σοβαρή και καλοσυνάτη και λίγο κουρασμένη. Τα μαλλιά του και τα γένια του ήταν λευκά, αλλά μαύρες τούφες ακόμα φαίνονταν γύρω απ’ το στόμα και τ’ αυτιά του.