— Μοιάζει, κι όμως δε μοιάζει, μουρμούρισε ο Γκίμλι.
Αλλά ελάτε τώρα, είπε η απαλή φωνή. Τουλάχιστο δύο από σας, σας ξέρω με τ’ όνομά σας. Τον Γκάνταλφ τον ξέρω πολύ καλά για να έχω ελπίδες πως γυρεύει βοήθεια ή συμβουλές εδώ. Αλλά εσύ, Θέοντεν, Άρχοντα του Μαρκ του Ρόαν, ξεχωρίζεις απ’ τ’ αρχοντικά σου σήματα κι ακόμα περισσότερο από την όμορφη φυσιογνωμία του Οίκου του Έορλ. Ω, άξιε γιε του Θένγκελ του Τρισένδοξου! Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα σαν φίλος; Εγώ πολύ επιθυμούσα να σε δω, πανίσχυρε βασιλιά των δυτικών χωρών, κι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια για να σε σώσω απ’ τις άσοφες και κακές συμβουλές που σε ταλαιπωρούν. Είναι άραγε πολύ αργά; Παρ’ όλες τις αδικίες που μου έχουν γίνει, στις οποίες και οι άντρες του Ρόαν — αλίμονο! — έχουν παίξει κάποιο ρόλο, θα μπορούσα και τώρα να σε σώσω, να σε γλιτώσω απ’ την καταστροφή που αναπόφευκτα πλησιάζει, αν εξακολουθήσεις το δρόμο που έχεις πάρει. Και μάλιστα μόνον εγώ μπορώ να σε βοηθήσω τώρα.
Ο Θέοντεν άνοιξε το στόμα του, λες και θα μιλούσε, αλλά δεν είπε τίποτα. Κοίταξε ψηλά το πρόσωπο του Σάρουμαν με τα σκούρα σοβαρά του μάτια, που ήταν στραμμένα επάνω του, κι ύστερα κοίταξε τον Γκάνταλφ δίπλα του· και φάνηκε να διστάζει. Ο Γκάνταλφ δεν κουνήθηκε. Στεκόταν βουβός σαν πέτρα, σαν κάποιος που περιμένει υπομονετικά κάποιο κάλεσμα, που δεν έχει έρθει ακόμα. Οι Καβαλάρηδες αναδεύτηκαν στην αρχή, μουρμουρίζοντας επιδοκιμαστικά στα λόγια του Σάρουμαν κι ύστερα σώπασαν κι αυτοί μαγεμένοι. Τους φάνηκε πως ποτέ ο Γκάνταλφ δεν είχε μιλήσει τόσο όμορφα και καθώς πρέπει στον άρχοντά τους. Τώρα τους φαινόταν αγροίκος και περήφανος στις δοσοληψίες του με το Θέοντεν. Και τις καρδιές τους τις πλάκωσε μια σκιά, ο φόβος μεγάλου κινδύνου — το τέλος του Μαρκ σε μια σκοτεινιά που τους οδηγούσε ο Γκάνταλφ, ενώ ο Σάρουμαν στεκόταν πλάι στην έξοδο κινδύνου, κρατώντας τη μισάνοιχτη, έτσι που μια ακτίνα φωτός περνούσε. Η σιωπή ήταν βαριά.
Ήταν ο Γκίμλι ο νάνος που την έσπασε απότομα:
— Τα λόγια αυτού του μάγου στάθηκαν στα κεφάλια τους, γρύλισε, σφίγγοντας τη λαβή του τσεκουριού του. Στη γλώσσα του Όρθανκ βοήθεια σημαίνει καταστροφή και σωτηρία σημαίνει σφαγή, φως φανάρι. Αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να ζητιανέψουμε.
— Ησυχία! είπε ο Σάρουμαν και για μια φευγαλέα στιγμή η φωνή του ήταν λιγότερο μειλίχια κι ένα φως άστραψε κι έσβησε στα μάτια του. Δε μιλώ σ’ εσένα ακόμα, Γκίμλι γιε του Γκλόιν, είπε. Η πατρίδα σου είναι μακριά και λίγο σε αφορούν τα προβλήματα αυτής της χώρας. Αλλά δεν μπλέχτηκες σ’ αυτά από μόνος σου και γι’ αυτό δε σε κατηγορώ για το ρόλο που έπαιξες — με άξιο τρόπο, δεν αμφιβάλλω. Αλλά σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις πρώτα να μιλήσω με το Βασιλιά του Ρόαν, το γείτονά μου και κάποτε φίλο μου.
»Τι έχεις να πεις, Βασιλιά Θέοντεν; Θα κάνεις ειρήνη μαζί μου για να πάρεις όλη τη Βοήθεια που η γνώση μου, θεμελιωμένη στ’ αμέτρητα χρόνια, μπορεί να σου προσφέρει; Θα κάνουμε μαζί συμβούλια ενάντια στις κακές μέρες και θα επουλώσουμε τις πληγές μας με τέτοια καλή θέληση, ώστε τα υποστατικά μας να ανθίσουν ωραιότερα παρά ποτέ;
Ο Θέοντεν εξακολουθούσε να μην απαντάει. Και κανείς δεν ήξερε αν πάλευε το θυμό ή την αμφιβολία. Μίλησε ο Έομερ.
— Άρχοντα, άκουσε με! είπε. Τώρα νιώθουμε το θανάσιμο κίνδυνο για τον οποίο μας είχαν προειδοποιήσει. Φτάσαμε ως τη νίκη, μόνο και μόνο για να σταθούμε τέλος ζαλισμένοι μπροστά σ’ ένα γεροψεύτη με μέλι στη διχαλωτή του γλώσσα; Έτσι θα μιλούσε κι ο παγιδευμένος λύκος στα σκυλιά, αν μπορούσε. Τι βοήθεια μπορεί να σου δώσει, αλήθεια; Η μοναδική του επιθυμία είναι να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται. Αλλά θα διαπραγματευθείς εσύ μ’ αυτόν τον προδότη και το δολοφόνο; Θυμήσου το Θέοντρεντ στα Περάσματα, και τον τάφο του Χάμα στο Φαράγγι του Χελμ.
— Αν μιλάμε για δηλητηριασμένες γλώσσες, τι να πούμε για τη δική σου, φιδόπουλο; είπε ο Σάρουμαν κι η αστραπή του θυμού του φαινόταν τώρα καθαρά. Αλλά έλα, Έομερ γιε του Έομουντ! συνέχισε με τη μαλακή του φωνή ξανά. Κάθε άνθρωπος στο ρόλο του. Δικός σου είναι να είσαι αντρειωμένος στον πόλεμο κι έτσι να κερδίζεις μεγάλες τιμές. Να σκοτώνεις όσους ο άρχοντας σου αποκαλεί εχθρούς και να είσαι ευχαριστημένος. Μην ανακατεύεσαι σε πολιτικές που δεν καταλαβαίνεις. Αλλά ίσως, αν γίνεις βασιλιάς, θα δεις πως πρέπει να διαλέγεις τους φίλους σου με προσοχή. Τη φιλία του Σάρουμαν και τη δύναμη του Όρθανκ δεν μπορείς απερίσκεπτα ν’ απορρίπτεις, οποιαδήποτε παράπονα, αληθινά ή φανταστικά, κι αν προϋπάρχουν. Κέρδισες μια μάχη, όχι όμως και τον πόλεμο — κι αυτή με βοήθεια που δεν μπορούσες να την υπολογίζεις ξανά. Μπορεί και να βρεις τη Σκιά του Δάσους στη δική σου πόρτα την άλλη φορά — είναι αλλοπρόσαλλη κι άλογη και δεν αγαπά τους Ανθρώπους.