Выбрать главу

»Αλλά, άρχοντα του Ρόαν, πρέπει να με πουν δολοφόνο, επειδή γενναίοι άντρες έπεσαν στη μάχη; Αν κάνεις πόλεμο χωρίς να χρειάζεται, γιατί εγώ δεν τον επιθυμούσα, τότε θα σκοτωθούν κι άντρες. Αλλά, αν γι’ αυτό είμαι δολοφόνος, τότε όλος ο Οίκος του Έορλ είναι βουτηγμένος στις δολοφονίες· γιατί έχουν κάνει πολλούς πολέμους κι έχουν ι:πιτεθεί σε πολλούς που τους αψήφησαν. Όμως, με αρκετούς έκαναν ειρήνη αργότερα, χωρίς να πάθουν τίποτα επειδή έδειξαν πολιτική. Εγώ λέω, Βασιλιά Θέοντεν, θέλεις να συνάψουμε ειρήνη και φιλία, εσύ κι εγώ; Από μας εξαρτάται.

— Θα έχουμε ειρήνη, είπε ο Θέοντεν τέλος, βαριά και με κόπο.

Αρκετοί από τους Καβαλάρηδες φώναξαν χαρούμενα. Ο Θέοντεν σήκωσε το χέρι του.

— Ναι, θα έχουμε ειρήνη, είπε τώρα με καθάρια φωνή, θα έχουμε ειρήνη, όταν όλα σου τα έργα θα έχουν καταστραφεί — μαζί με τα έργα του σκοτεινού σου αφέντη, στον οποίο θέλεις να μας παραδώσεις. Είσαι ψεύτης, Σάρουμαν, και διαφθορέας της καρδιάς των ανθρώπων. Μου απλώνεις το χέρι κι εγώ διακρίνω ένα μόνο δάχτυλο απ’ τα νύχια της Μόρντορ. Σκληρό και παγωμένο! Ακόμα κι αν ο πόλεμός σου εναντίον μου ήταν δίκαιος — που δεν ήταν. γιατί κι αν ήσουν δέκα φορές σοφότερος δε θα είχες το δικαίωμα να κυβερνάς εμένα και τους δικούς μου για το δικό σου όφελος, όπως επιθυμούσες — ακόμα και τότε, τι μπορείς να πεις για τις φωτιές στο Γουέστφολντ και τα νεκρά παιδιά εκεί; Κατακερμάτισαν το κορμί του Χάμα μπροστά στις πύλες του Φρουρίου της Σάλπιγγας, ενώ ήταν κιόλας νεκρός. Όταν θα κρέμεσαι απ’ τη θηλιά στο παράθυρο σου για να διασκεδάζουν τα κοράκια σου, τότε θα κάνω ειρήνη μαζί σου και με το Όρθανκ. Αυτά απ’ τον Οίκο του Έορλ. Εγώ είμαι ανάξιος απόγονος μεγάλων προγόνων, αλλά δεν έχω ανάγκη να σου γλείφω τα χέρια. Ψάξε αλλού. Αλλά φοβάμαι πως η φωνή σου έχει χάσει τη μαγεία της.

Οι Καβαλάρηδες κοίταξαν το Θέοντεν σαν να ξύπνησαν απότομα από όνειρο. Τραχιά σαν γέρικου κορακιού αντηχούσε στ’ αυτιά τους η φωνή του άρχοντά τους, ύστερα από τη μουσική του Σάρουμαν. Αλλά ο Σάρουμαν για λίγο ήταν εκτός εαυτού απ’ το θυμό του. Έγειρε πάνω από τα κάγκελα, λες και θα χτυπούσε το Βασιλιά με το ραβδί του. Σε μερικούς φάνηκε να είδαν ένα φίδι να κουλουριάζεται για να χτυπήσει.

— Θηλιές και κοράκια! σφύριξε κι ανατρίχιασαν με την απαίσια αλλαγή. Γεροξεκούτη! Τι είναι το παλάτι του Έορλ; Ένας αχυροσκεπασμένος στάβλος, που ληστές μπεκροπίνουν μέσα στην μπόχα και τα παλιόπαιδά τους κυλιούνται χάμω με τα σκυλιά! Αυτοί είναι που γλίτωσαν για πολύν καιρό την κρεμάλα. Αλλά ο βρόχος πλησιάζει και τραβιέται αργά, ώσπου να σφίξει για τα καλά στο τέλος. Κρεμαστείτε αν θέλετε! — τώρα η φωνή του άλλαξε, καθώς σιγά σιγά κυριάρχησε στον εαυτό του. Δεν ξέρω πού βρίσκω την υπομονή και κουβεντιάζω μαζί σου. Γιατί δε σε χρειάζομαι, εσένα και το μπουλούκι σου, που είσαστε το ίδιο γρήγοροι στην υποχώρηση, όσο και στην επίθεση, Θέοντεν Αλογαφέντη. Από πολύ παλιά σου έχω προσφέρει τιμή και θέση παραπάνω από την αξία σου και την εξυπνάδα σου. Σου τα πρόσφερα ξανά, τώρα, έτσι ώστε αυτοί που κακοκυβερνάς να δουν πως υπάρχει κι άλλος δρόμος. Εσύ μου ανταποδίδεις λόγια καυχησιάρικα και βρισιές. Ας γίνει έτσι. Γυρίστε πίσω στα καλύβια σας!

»Αλλά εσύ, Γκάνταλφ! Για σένα τουλάχιστο λυπάμαι, ντρέπομαι το χάλι σου. Πώς και αντέχεις τέτοια συντροφιά; Γιατί είσαι περήφανος, Γκάνταλφ — και όχι χωρίς λόγο, γιατί έχεις μεγαλοσύνη και μάτια που βλέπουν και μακριά και βαθιά. Ούτε και τώρα δε θ’ ακούσεις τη συμβουλή μου;

Ο Γκάνταλφ αναδεύτηκε και κοίταξε ψηλά.

— Τι έχεις να πεις που δεν το ’πες στην τελευταία μας συνάντηση; ρώτησε. Ή, μήπως, έχεις ν’ ανακαλέσεις τίποτα;

Ο Σάρουμαν κοντοστάθηκε.

«Να ανακαλέσω;» συλλογίστηκε, σαν ν’ απορούσε.

— Να ανακαλέσω; Εγώ έβαλα όλη μου τη δύναμη να σε συμβουλέψω για το καλό σου, αλλά ούτε που με άκουσες. Είσαι περήφανος και δεν αγαπάς τις συμβουλές, γιατί πραγματικά έχεις αποθέματα δικής σου σοφίας. Αλλά σ’ εκείνη την περίπτωση έκανες λάθος, νομίζω, παρεξηγώντας θεληματικά τις προθέσεις μου. Φοβάμαι πως, στη βιασύνη μου να σε πείσω, έχασα την υπομονή μου. Και, στ’ αλήθεια, λυπάμαι γι’ αυτό. Γιατί δε σου κράτησα κακία· και ακόμα και τώρα δε σου κρατώ, αν κι έρχεσαι σ’ εμένα με τη συνοδεία ανθρώπων βίαιων κι ανήξερων. Αλλά πώς να το κάνω; Δεν είμαστε μέλη μιας υψηλής κι αρχαίας τάξης, της πιο εξαίρετης στη Μέση-γη; Η φιλία μας θα είναι κέρδος και για τους δυο. Πολλά θα μπορούσαμε ακόμα να πετύχουμε μαζί, για να διορθώσουμε τον κόσμο. Έλα να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο και να ξεχάσουμε αυτούς τους παρακατιανούς! Άφησέ τους να περιμένουν τις αποφάσεις μας! Για το κοινό καλό είμαι πρόθυμος να παραβλέψω το παρελθόν και να σε δεχτώ. Δε θέλεις να κάνουμε συμβούλιο; Δε θέλεις να έρθεις επάνω;