Выбрать главу

Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη που άσκησε ο Σάρουμαν στην τελευταία του προσπάθεια, που κανείς, απ’ όσους άκουγαν, δεν έμεινε ασυγκίνητος. Τώρα όμως η μαγεία ήταν εντελώς διαφορετική. Ακουγαν τη μαλακή επίπληξη ενός καλοκάγαθου βασιλιά στον πλανημένο αλλά πολυαγαπημένο του υπουργό. Κι αυτοί βρίσκονταν απέξω, ακούγοντας απ’ την πόρτα λόγια που δεν προορίζονταν γι’ αυτούς — ανάγωγα παιδιά ή ανόητοι υπηρέτες που κρυφάκουγαν την ακατανόητη συζήτηση των μεγαλυτέρων τους κι αναρωτιόντουσαν τι επιπτώσεις θα είχε γι’ αυτούς. Εκείνοι οι δύο ήταν φτιαγμένοι ανώτεροι: σεβαστοί και σοφοί. Ήταν αναπόφευκτο να συμμαχήσουν. Ο Γκάνταλφ θ’ ανέβαινε στον πύργο να συζητήσει βαθυστόχαστα θέματα, ακατανόητα γι’ αυτούς, στις ψηλές αίθουσες του Όρθανκ. Η πόρτα θα ’κλεινε κι εκείνοι θα έμεναν απέξω, αποδιωγμένοι, περιμένοντας να τους ορίσουν δουλειά ή τιμωρία. Ακόμα και στο μυαλό του Θέοντεν σχηματίστηκε η σκέψη, σαν σκιά αμφιβολίας: «Θα μας προδώσει· θα πάει — κι εμείς θα χαθούμε».

Τότε ο Γκάνταλφ γέλασε. Η φαντασία διαλύθηκε σαν συννεφάκι καπνού.

— Σάρουμαν, Σάρουμαν! είπε ο Γκάνταλφ, εξακολουθώντας να γελάει. Σάρουμαν, πήρες λάθος δρόμο στη ζωή. Θα έπρεπε να είχες γίνει ο γελωτοποιός του βασιλιά και να κέρδιζες το ψωμί σου και τον τίτλο σου με το να μιμείσαι τους συμβούλους του. Αχ! έσκασα στα γέλια! -σταμάτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. Να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο; Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορείς να με καταλάβεις πια. Αλλά εσένα, Σάρουμαν, σε καταλαβαίνω τώρα, από μέσα κι απέξω. Θυμάμαι, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι φαντάζεσαι, όλα σου τα επιχειρήματα και τα έργα. Τότε που για τελευταία φορά σε είχα επισκεφθεί, ήσουν ο δεσμοφύλακας της Μόρντορ κι εκεί σκόπευες να με στείλεις. Όχι, ο φιλοξενούμενος που δραπέτευσε από τη στέγη θα το σκεφθεί καλά πριν ξαναπεράσει από την πόρτα. Όχι, δε νομίζω πως θ’ ανέβω επάνω. Αλλά άκουσε, Σάρουμαν, για τελευταία φορά! Δε θέλεις να κατεβείς εσύ; Το Ίσενγκαρντ αποδείχτηκε λιγότερο ισχυρό απ’ ό,τι το έκαναν η ελπίδα και η φαντασία σου. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με άλλα πράγματα, που εσύ ακόμα εμπιστεύεσαι. Δε θα ήταν καλά να φύγεις από δω για λίγο; Να στραφείς σε καινούρια πράγματα, ίσως; Σκέψου καλά, Σάρουμαν! Δε θέλεις να κατεβείς;

Μια σκιά πέρασε απ’ το πρόσωπο του Σάρουμαν ύστερα έγινε άσπρο σαν του νεκρού. Πριν προλάβει να το κρύψει, είδαν πίσω από τη μάσκα την αγωνία ενός μυαλού που αμφιβάλλει, που σιχαινόταν να μείνει κι έτρεμε ν’ αφήσει το καταφύγιο του. Για μια στιγμή δίστασε και κανείς δεν ανάσαινε. Ύστερα μίλησε και η φωνή του ήταν παγωμένη και τσιριχτή. Η περηφάνια και το μίσος τον νίκησαν.

— Δε θέλω να κατέβω; κορόιδεψε. Κατεβαίνει ο άοπλος να κουβεντιάσει με ληστές έξω από την πόρτα του; Μπορώ και σ’ ακούω πολύ καλά από δω. Δεν είμαι ανόητος και δε σου έχω εμπιστοσύνη, Γκάνταλφ. Δε στέκονται φανερά στο κατώφλι μου, αλλά ξέρω πως οι άγριοι δαίμονες του δάσους παραμονεύουν, σύμφωνα με τις διαταγές σου.

— Οι προδότες είναι πάντα δύσπιστοι, απάντησε ο Γκάνταλφ κουρασμένα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για το τομάρι σου. Δεν επιθυμώ να σε σκοτώσω ή να σε βλάψω, όπως θα ’πρεπε να το ξέρεις, αν με καταλάβαινες στ’ αλήθεια. Κι έχω τη δύναμη να σε προστατέψω. Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία. Μπορείς να φύγεις από το Όρθανκ ελεύθερος — αν διαλέξεις.

— Πολύ ωραία τα λες, κορόιδεψε ο Σάρουμαν. Πολύ στον τόνο του Γκάνταλφ του Γκρίζου — τόσο συγκαταβατικός και τόσο καλοπροαίρετος. Δεν αμφιβάλλω πως θα έβρισκες το Όρθανκ πολύ θολικό και πολύ ξυπηρετική την αναχώρησή μου. Αλλά γιατί να επιθυμώ να φύγω; Και τι εννοείς «ελεύθερος»; Φαντάζομαι θα υπάρχουν όροι;

— Τους λόγους για να φύγεις μπορείς να τους δεις απ’ τα παράθυρά σου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Κι αν σκεφτείς, θα βρεις κι άλλους. Οι υπηρέτες σου έχουν αφανιστεί και σκορπίσει· έχεις κάνει τους γείτονές σου εχθρούς· κι έχεις εξαπατήσει τον καινούριο σου κύριο ή προσπάθησες να το κάνεις. Όταν στραφεί το μάτι του κατά δω, θα είναι το κόκκινο μάτι της οργής. Αλλά, όταν λέω «ελεύθερος», εννοώ «ελεύθερος» — ελεύθερος από δεσμά, αλυσίδες ή διαταγές: να πας όπου θέλεις, ακόμα ακόμα και στη Μόρντορ, Σάρουμαν, αν το επιθυμείς. Πρώτα όμως θα μου παραδώσεις το κλειδί του Όρθανκ και το ραβδί σου. Αυτά θα είναι οι υποθήκες της καλής συμπεριφοράς σου, που θα σου επιστραφούν αργότερα, αν τ’ αξίζεις.