Το πρόσωπο του Σάρουμαν μαυροκιτρίνισε, αλλοιώθηκε από τη λύσσα κι ένα κόκκινο φως άναψε στα μάτια του. Γέλασε άγρια.
— Αργότερα! κι η φωνή του έγινε ουρλιαχτό. Αργότερα! Ναι, όταν θα έχεις και τα Κλειδιά του ίδιου του Μπαράντ-ντουρ, φαντάζομαι· και τις κορόνες των εφτά βασιλιάδων και τα ραβδιά των Πέντε Μάγων, κι έχεις αγοράσει για τον εαυτό σου ένα ζευγάρι μπότες πολλά νούμερα μεγαλύτερες απ’ ό,τι φοράς τώρα. Πολύ μετριοπαθές σχέδιο. Σχέδιο που δε χρειάζεται τη βοήθειά μου! Εγώ έχω άλλα πράγματα να κάνω. Μην είσαι ανόητος. Αν θέλεις να συνεννοηθείς μαζί μου, όσο έχεις την ευκαιρία, φύγε κι έλα ξανά όταν θα είσαι ξεμέθυστος! Και παράτα όλους τούτους τους αντεροβγάλτες και ανάξιους αλήτες που κρέμονται στην ουρά σου! Καλημέρα!
Γύρισε κι έφυγε από το μπαλκόνι.
— Έλα πίσω, Σάρουμαν! είπε ο Γκάνταλφ με φωνή προστακτική. Με έκπληξη οι άλλοι είδαν πως ο Σάρουμαν ξαναγύρισε και, σαν να τον τραβούσαν παρά τη θέλησή του, ήρθε πίσω στα σιδερένια κάγκελα, γέρνοντας πάνω τους και ανασαίνοντας βαριά. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες κι είχε σουρώσει. Το χέρι του έσφιγγε το βαρύ μαύρο του ραβδί, όμοιο αρπακτικού πουλιού.
— Δε σου έδωσα άδεια να φύγεις, είπε ο Γκάνταλφ αυστηρά. Δεν τελείωσα. Έγινες ανόητος, Σάρουμαν, και αξιολύπητος. Είχες τον καιρό να αφήσεις τις ανοησίες σου και το κακό και να προσφέρεις υπηρεσίες. Αλλά προτιμάς να μείνεις και να αναμασάς τις άκρες των παλιών σου σχεδίων. Μείνε λοιπόν. Αλλά σε προειδοποιώ, δε θα βγεις έξω εύκολα πάλι. Εκτός και τα μαύρα χέρια της Ανατολής απλωθούν και σε πάρουν. Σάρουμαν! — φώναξε κι η φωνή του πήρε μεγαλύτερη δύναμη και κύρος. Δες, δεν είμαι ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος που τον πρόδωσες. Είμαι ο Γκάνταλφ ο Λευκός, που γύρισε απ’ το θάνατο. Τώρα εσύ δεν έχεις χρώμα κι εγώ σε καθαιρώ από την τάξη μας και από το Συμβούλιο.
Σήκωσε το χέρι του και μίλησε αργά με καθαρή παγωμένη φωνή:
— Σάρουμαν, το ραβδί σου έσπασε.
Ακούστηκε ένα κρακ και το ραβδί στο χέρι του Σάρουμαν σκίστηκε από πάνω ως κάτω και η κεφαλή του έπεσε στα πόδια του Γκάνταλφ.
— Πήγαινε! είπε ο Γκάνταλφ.
Με μια κραυγή ο Σάρουμαν πισωπάτησε και σύρθηκε μέσα. Εκείνη τη στιγμή ένα βαρύ γυαλιστερό πράγμα εκσφενδονίστηκε από ψηλά. Εξοστρακίστηκε στα σιδερένια κάγκελα, την ώρα που έφευγε ο Σάρουμαν και, περνώντας κοντά απ’ το κεφάλι του Γκάνταλφ, έπεσε στο σκαλοπάτι που στεκόταν. Το κάγκελο αντιβούισε κι έσπασε. Το σκαλοπάτι ράγισε και κομματιάστηκε μ’ αστραφτερές σπίθες. Η μπάλα όμως δεν έπαθε τίποτα — συνέχισε να κατρακυλάει τα σκαλιά, μια κρυστάλλινη σφαίρα, σκουρόχρωμη, που όμως ακτινοβολούσε πύρινη στην καρδιά. Καθώς έπεφτε πηδώντας ίσια σε μια λιμνούλα, ο Πίπιν έτρεξε πίσω της και τη σήκωσε.
— Τον άθλιο δολοφόνο! ξεφώνισε ο Έομερ. Αλλά ο Γκάνταλφ δεν ταράχτηκε.
— Όχι, αυτό δεν το έριξε ο Σάρουμαν, είπε· ούτε το είχε προστάξει, νομίζω. Έπεσε από ένα παράθυρο ψηλότερα. Μια αποχαιρετιστήρια αλλά άστοχη βολή από τον κύριο Φιδόγλωσσο, φαντάζομαι.
— Ίσως να μη σημάδεψε καλά, γιατί δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιον μισούσε περισσότερο, εσένα ή το Σάρουμαν, είπε ο Άραγκορν.
— Μπορεί και να ’ναι έτσι, είπε ο Γκάνταλφ. Λίγη παρηγοριά θα βρουν ο ένας στη συντροφιά του άλλου — θα τρώγονται με τα λόγια. Αλλά η τιμωρία είναι δίκαιη. Αν ποτέ βγει ζωντανός από το Όρθανκ ο Φιδόγλωσσος, θα είναι τυχερός περισσότερο απ’ ό,τι του αξίζει.
»Εδώ, νεαρέ μου, εγώ θα το πάρω αυτό! Δε σου ζήτησα να το πιάσεις, φώναξε, γυρίζοντας απότομα και βλέποντας τον Πίπιν ν’ ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια, λες και κουβαλούσε μεγάλο βράχο.
Κατέβηκε να τον συναντήσει και πήρε βιαστικά τη σκοτεινή σφαίρα από το χόμπιτ και την τύλιξε στις πτυχές του μανδύα του.
— Θα το αναλάβω εγώ αυτό, είπε. Δεν είναι κάτι, φαντάζομαι, που ο Σάρουμαν θα διάλεγε να πετάξει.
— Μπορεί, όμως, να έχει κι άλλα πράγματα να ρίξει, είπε ο Γκίμλι. Αν τέλειωσε η διαπραγμάτευση, ας πάμε τουλάχιστον εκτός θολής!
— Τελείωσε, είπε ο Γκάνταλφ. Πάμε.
Γύρισαν τις πλάτες στις πόρτες του Όρθανκ και κατέβηκαν. Οι καβαλάρηδες καλωσόρισαν με χαρά το βασιλιά και χαιρέτησαν στρατιωτικά τον Γκάνταλφ. Τα μάγια του Σάρουμαν είχαν λυθεί — τον είχαν δει να έρχεται στο κάλεσμα και να σέρνεται φεύγοντας διωγμένος.
— Λοιπόν, έγινε κι αυτό, είπε ο Γκάνταλφ. Τώρα πρέπει να βρω το Δεντρογένη και να του πω πώς πήγαν τα πράγματα.
— Λες δε Θα ’χει μαντέψει; είπε ο Μέρι. Υπήρχε πιθανότητα να τελείωναν κάπως διαφορετικά;
— Όχι μεγάλη, απάντησε ο Γκάνταλφ, αν και παρά τρίχα να ήταν. Είχα όμως τους λόγους μου που προσπάθησα· άλλοι ήταν ανιδιοτελείς και άλλοι όχι και τόσο. Πρώτα πρώτα διαπίστωσε ο Σάρουμαν πως η δύναμη της φωνής του χάνεται. Δεν μπορεί να ’ναι ταυτόχρονα τύραννος και σύμβουλος. Όταν μια συνωμοσία ωριμάσει δε μένει πια κρυφή. Έπεσε όμως στην παγίδα και προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα θύματά του ένα ένα, ενώ άκουγαν οι άλλοι. Τότε του έδωσα μια τελευταία και δίκαιη ευκαιρία να διαλέξει: ν’ αποκηρύξει τη Μόρντορ και τις προσωπικές του πλεκτάνες και να επανορθώσει το κακό που έκανε βοηθώντας μας τώρα που έχουμε ανάγκη. Ξέρει, όσο κανείς άλλος, τις ανάγκες μας. Θα μπορούσε να είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες. Αλλά προτίμησε να μην τις προσφέρει και να κρατήσει τη δύναμη του Όρθανκ. Δε θέλει να υπηρετήσει, μόνο να διατάζει. Τώρα ζει με το φόβο της σκιάς της Μόρντορ κι ελπίζει ακόμα πως θα ξεπεράσει την καταιγίδα. Δυστυχισμένε ανόητε! Θ’ αφανιστεί, αν η δύναμη της Ανατολής απλώσει τα χέρια της στο Ίσενγκαρντ. Εμείς δεν μπορούμε να καταστρέψουμε το Όρθανκ απέξω, αλλά ο Σόρον — ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει;