Выбрать главу

— Κι αν ο Σόρον δε νικήσει; Τι θα του κάνεις; ρώτησε ο Πίπιν.

— Εγώ; Τίποτα! είπε ο Γκάνταλφ. Δε θα του κάνω τίποτα. Εγώ δεν επιδιώκω να κυριαρχήσω. Τι θ’ απογίνει; Δεν μπορώ να προβλέψω. Λυπάμαι γιατί κάτι, που ήταν τόσο καλό, τώρα σαπίζει στον πύργο. Πάντως για μας δεν πήγαν άσχημα τα πράγματα. Παράξενα που είναι τα γυρίσματα της τύχης! Πόσο συχνά το μίσος δεν κάνει κακό και στον ίδιο του τον εαυτό! Υποθέτω πως, ακόμα κι αν μπαίναμε στο Όρθανκ, θα βρίσκαμε ελάχιστους θησαυρούς πιο πολύτιμους από αυτό το πράγμα που μας πέταξε ο Φιδόγλωσσος.

Ένα τσιριχτό ξεφωνητό, που κόπηκε απότομα, ακούστηκε από ένα ανοιχτό παράθυρο ψηλά.

— Φαίνεται πως κι ο Σάρουμαν έχει την ίδια γνώμη, είπε ο Γκάνταλφ. Πάμε να τους αφήσουμε!

Επέστρεψαν τώρα στα ερείπια της πύλης. Δεν είχαν καλά καλά προλάβει να περάσουν κάτω από την καμάρα, όταν, ανάμεσα από τις σκιές των σωριασμένων βράχων που είχαν σταθεί, ο Δεντρογένης και καμιά ντουζίνα άλλοι Εντ πλησίασαν. Ο Άραγκορν, ο Γκίμλι κι ο Λέγκολας τους κοίταζαν απορημένοι.

— Να και τρεις από τους συντρόφους μου, Δεντρογένη, είπε ο Γκάνταλφ. Σου έχω μιλήσει γι’ αυτούς, αλλά δεν τους είχες δει ως τώρα.

Είπε τα ονόματά τους ένα ένα.

Ο γερο-Εντ τους κοίταξε πολλή ώρα ερευνητικά και μίλησε στον καθένα με τη σειρά. Τέλος, στράφηκε στο Λέγκολας.

— Έχεις, λοιπόν, έρθει όλο το δρόμο απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, καλό μου Ξωτικό; Κάποτε ήταν ένα πολύ μεγάλο δάσος.

— Κι ακόμα είναι, είπε ο Λέγκολας. Αλλά όχι και τόσο μεγάλο, ώστε εμείς που ζούμε εκεί να κουραζόμαστε ποτέ να βλέπουμε καινούρια δέντρα. Πολύ θα ήθελα να ταξιδέψω στο Δάσος του Φάνγκορν. Μόλις που μπήκα στις αρχές του και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω.

Τα μάτια του Δεντρογένη έλαμψαν από ευχαρίστηση.

— Εύχομαι η επιθυμία σου να εκπληρωθεί, πριν γεράσουν περισσότερο οι λόφοι, είπε.

— Θα έρθω, αν είμαι τυχερός, είπε ο Λέγκολας. Έχω κάνει συμφωνία με το φίλο μου πως, αν όλα πάνε καλά, θα επισκεφθούμε το Φάνγκορν μαζί — με την άδειά σου.

— Όποιο Ξωτικό κι αν έρθει μαζί σου θα είναι καλοδεχούμενο, είπε ο Δεντρογένης.

— Ο φίλος που λέω δεν είναι Ξωτικό, είπε ο Λέγκολας· εννοώ τον Γκίμλι από δω, το γιο του Γκλόιν.

Ο Γκίμλι υποκλίθηκε βαθιά και το τσεκούρι του γλίστρησε από τη ζώνη του κι έπεσε με θόρυβο κάτω.

— Χουμ, χμ! Α, λοιπόν, είπε ο Δεντρογένης, κοιτάζοντάς τον με σκοτεινιασμένα μάτια. Ένας νάνος με τσεκούρι! Χουμ! Συμπαθώ τα Ξωτικά· αλλά πολλά ζητάς. Αυτή η φιλία είναι παράξενη!

— Μπορεί να φαίνεται παράξενη, είπε ο Λέγκολας, αλλά όσο ζει ο Γκίμλι δεν έρχομαι μονάχος στο Φάνγκορν. Το τσεκούρι του δεν είναι για δέντρα, αλλά για λαιμούς Ορκ, ω Φάνγκορν, Αφέντη του Δάσους του Φάνγκορν. Σαράντα δύο έκοψε στη μάχη.

— Χου! Έλα τώρα! είπε ο Δεντρογένης. Αυτή είναι ωραιότερη ιστορία. Λοιπόν, λοιπόν, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει· και δεν υπάρχει ανάγκη να βιαζόμαστε. Αλλά πρέπει να χωριστούμε για λίγο. Η μέρα πλησιάζει στο τέλος της, όμως ο Γκάνταλφ λέει πως πρέπει να φύγετε πριν νυχτώσει, κι ο Άρχοντας του Μαρκ βιάζεται να πάει στο δικό του σπίτι.

— Ναι, πρέπει να πηγαίνουμε και μάλιστα τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Φοβάμαι πως πρέπει να σου πάρουμε τους φρουρούς της πύλης. Αλλά θα τα καταφέρεις αρκετά καλά και δίχως αυτούς.

— Μπορεί, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά θα μου λείψουν. Γίναμε φίλοι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που νομίζω πως θα πρέπει ν’ άρχισα να γίνομαι βιαστικός — ίσως και να ξανανιώνω. Αλλά να, είναι το πρώτο καινούριο πράγμα κάτω από τον Ήλιο και το Φεγγάρι που έχω δει εδώ κι αμέτρητες μέρες. Δε θα τους ξεχάσω. Έβαλα τα ονόματά τους στο Μεγάλο Κατάλογο. Οι Εντ θα το θυμούνται.