Выбрать главу
Οι Εντ της γης γεννήματα, σαν τα βουνά παλιοί, που περπατούν με δρασκελιές, νερό π’ έχουν ποτό τους· και πεινασμένοι πάντοτε, Χόμπιτ μικροί μεγάλοι, που ’ν’ ένας γελαστός λαός, μικρούλικα ανθρωπάκια,

θα μείνουν φίλοι για όσον καιρό θα ξαναβγαίνουν τα φύλλα. Έχετε γεια! Αλλά αν μάθετε κανένα νέο στην όμορφη γη σας, στο Σάιρ, να με ειδοποιήσετε! Ξέρετε τι θέλω να πω: αν ακούσετε τίποτα ή αν δείτε τις Γυναίκες-Εντ! Ελάτε αυτοπροσώπως αν μπορείτε!

— Και, βέβαια, θα ’ρθούμε! είπαν ταυτόχρονα ο Μέρι κι ο Πίπιν και γύρισαν απ’ την άλλη μεριά βιαστικά.

Ο Δεντρογένης τους κοίταξε κι έμεινε σιωπηλός για λίγο, κουνώντας το κεφάλι του σκεφτικά. Ύστερα στράφηκε στον Γκάνταλφ.

— Ώστε, ο Σάρουμαν δε φεύγει; είπε. Δεν το πίστευα πως θα έφευγε. Η καρδιά του είναι τόσο σάπια, όσο και των μαύρων Χούορν. Πάντως, αν ήμουν εγώ ο χαμένος κι ήταν όλα μου τα δέντρα αφανισμένα, δε θα έβγαινα όσο που να μου απόμενε έστω και μια σκοτεινή τρύπα για να κρυφτώ.

— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δε συνωμότησες να σκεπάσεις όλον τον κόσμο με τα δέντρα σου και να πνίξεις όλα τ’ άλλα ζωντανά πλάσματα. Αλλά έτσι είναι, ο Σάρουμαν μένει μέσα να θρέψει το μίσος του και να υφάνει πάλι όσες πλεκτάνες μπορεί. Έχει το Κλειδί του Όρθανκ. Αλλά δεν πρέπει να τον αφήσουμε να δραπετεύσει.

— Όχι, βέβαια! Οι Εντ θα το φροντίζουν, είπε ο Δεντρογένης. Ο Σάρουμαν δε θα πατήσει το πόδι του πέρα απ’ το βράχο, χωρίς την άδειά μου. Οι Εντ θα τον φρουρούν.

— Ωραία! είπε ο Γκάνταλφ. Αυτό έλπιζα κι εγώ. Τώρα μπορώ να φύγω και να κοιτάξω άλλες υποθέσεις με μια σκοτούρα λιγότερη. Αλλά πρέπει να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα! Τα νερά έχουν χαμηλώσει. Δε θα ’ναι αρκετό να βάλετε φρουρούς γύρω από τον πύργο, φοβάμαι. Δεν αμφιβάλλω πως υπάρχουν υπόγειες διαβάσεις σκαμμένες κάτω από το Όρθανκ και πως ο Σάρουμαν ελπίζει να πηγαινοέρχεται απαρατήρητος, σε λίγον καιρό. Αν αναλάβετε αυτή τη δουλειά, σας παρακαλώ να ξαναπλημμυρίσετε τον τόπο, ώσπου το Ίσενγκαρντ να μείνει λίμνη ή ν’ ανακαλύψετε τις εξόδους. Όταν όλες οι υπόγειες στοές πλημμυρίσουν και όλες οι έξοδοι κλειστούν, τότε ο Σάρουμαν πρέπει να μείνει απάνω και να κοιτάζει απ’ τα παράθυρα!

— Άφησέ το στους Εντ! είπε ο Δεντρογένης. Θα ψάξουμε την κοιλάδα απ’ την κορφή ως τα νύχια και θα κοιτάξουμε κάτω κι απ’ το μικρότερο λιθαράκι. Έρχονται δέντρα να ζήσουν εδώ, γέρικα δέντρα, άγρια δέντρα. Θα το ονομάσουμε το Δάσος της Φρουράς. Ούτε σκίουρος δε θα περνά από δω χωρίς να το μαθαίνω. Άφησέ το στους Εντ! Κι εφτά φορές αν περάσουν τα χρόνια που μας έχει βασανίσει, δε θα κουραστούμε να τον φυλάμε.

Κεφάλαιο XI

ΤΟ ΠΑΛΑΝΤΙΡ

Ο ήλιος έδυε πίσω από τις δυτικές παρυφές των βουνών, όταν ο Γκάνταλφ και οι σύντροφοι του, και ο βασιλιάς με το ιππικό του ξεκίνησαν πάλι να φύγουν απ’ το Ίσενγκαρντ. Ο Γκάνταλφ πήρε το Μέρι πισωκάπουλα κι ο Άραγκορν τον Πίπιν. Δυο απ’ τους άντρες του βασιλιά προπορεύτηκαν, καλπάζοντας γρήγορα και σε λίγο χάθηκαν στην κοιλάδα κάτω. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν χωρίς να βιάζονται.

Οι Εντ στέκονταν στην πύλη σοβαροί στη σειρά σαν αγάλματα, με τα μακριά τους χέρια σηκωμένα ψηλά, αλλά δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Ο Μέρι και ο Πίπιν κοίταξαν πίσω, όταν είχαν προχωρήσει αρκετά στο στριφογυριστό δρόμο. Το φως του ήλιου έλαμπε ακόμα στον ουρανό, αλλά μακρουλές σκιές απλώνονταν στο Ίσενγκαρντ: γκρίζα ερείπια στο σκοτάδι που έπεφτε. Ο Δεντρογένης τώρα στεκόταν εκεί μονάχος, σαν απόμακρος κορμός κάποιου γέρικου δέντρου· οι χόμπιτ θυμήθηκαν την πρώτη τους συνάντηση στο ηλιοφώτιστο πλατύσκαλο εκεί μακριά στα σύνορα του Φάνγκορν.

Έφτασαν στην κολόνα του Άσπρου Χεριού. Η κολόνα εξακολουθούσε να στέκεται, αλλά το σκαλιστό χέρι ήταν πεσμένο καταγής θρύψαλα. Καταμεσής στο δρόμο ήταν πεσμένος ο μακρύς δείκτης, άσπρος στο λυκόφως, με το κόκκινο νύχι του να μαυρίζει.

— Οι Εντ προσέχουν όλες τις λεπτομέρειες! είπε ο Γκάνταλφ.

Συνέχισαν το δρόμο, καθώς η νύχτα έπεφτε στην κοιλάδα.

— Θα πάμε μακριά απόψε, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Μέρι ύστερα από λίγο. Δεν ξέρω πώς νιώθεις μ’ ένα μικρό ανάξιο αλήτη να κρέμεται από πίσω σου· αλλά ο ανάξιος αλήτης είναι κουρασμένος και θα χαρεί αν πάψει να κρέμεται και ξαπλώσει χάμω.

— Ώστε τ’ άκουσες κι αυτό; είπε ο Γκάνταλφ. Μην τ’ αφήσεις να σε πειράξει. Να είσαι ευχαριστημένος που δε μίλησε περισσότερο για σας. Είχε τα μάτια του απάνω σας. Αν αυτό σου κολακεύει την περηφάνια, θα ’λεγα πως, τούτη τη στιγμή, εσύ κι ο Πίπιν απασχολείτε περισσότερο τη σκέψη του απ’ ό,τι όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Ποιοι είσαστε· πώς φτάσατε εκεί και γιατί· τι ξέρετε· αν πιαστήκατε αιχμάλωτοι και, αν ναι, πώς γλιτώσατε, ενώ όλοι οι Ορκ χάθηκαν — μ’ αυτά τα μικρά αινίγματα ταλαιπωρείται το μεγάλο μυαλό του Σάρουμαν. Ο χλευασμός του, Μέριαντοκ, είναι κομπλιμέντο, αν νιώθεις τιμή που νοιάζεται για σένα.