Выбрать главу

— Ευχαριστώ! είπε ο Μέρι. Αλλά είναι μεγαλύτερη τιμή να κρέμομαι από πίσω σου, Γκάνταλφ. Γιατί, απ’ αυτή τη θέση έχει κανείς την ευκαιρία να σε ρωτήσει κάτι και για δεύτερη φορά. Θα πάμε μακριά απόψε;

Ο Γκάνταλφ γέλασε.

— Να ένας αχόρταγος χόμπιτ! Όλοι οι Μάγοι θα ’πρεπε να ’χουν ένα δυο χόμπιτ να φροντίζουν — να τους διδάξουν τη σημασία της λέξης και να τους διορθώνουν. Σου ζητώ συγγνώμη, αλλά έχω σκεφτεί ακόμα και γι’ αυτές τις απλές υποθέσεις. Θα ταξιδέψουμε για λίγες ώρες, χωρίς να βιαζόμαστε, ώσπου να φτάσουμε στην άκρη της κοιλάδας. Αύριο πρέπει να προχωρήσουμε γρηγορότερα.

»Όταν ήρθαμε, σκοπεύαμε να πάμε απ’ το Ίσενγκαρντ κατευθείαν στο παλάτι του βασιλιά στο Έντορας, διασχίζοντας τις πεδιάδες, πορεία αρκετών ημερών. Αλλά το σκεφθήκαμε πάλι κι αλλάξαμε σχέδιο. Έχουμε στείλει αγγελιαφόρους στο Φαράγγι του Χελμ, να τους ειδοποιήσουν πως ο βασιλιάς επιστρέφει αύριο. Από κει θα πάει με πολλούς άντρες στο Ντανχάροου από μονοπάτια ανάμεσα στους λόφους. Από δω και πέρα δεν πρέπει να ταξιδεύουν φανερά στην περιοχή περισσότεροι από δυο τρεις μαζί, είτε μέρα είτε νύχτα, όταν μπορούμε να το αποφεύγουμε.

— Ή δε λες τίποτα, ή τα λες όλα, τέτοιος είναι ο τρόπος σου! είπε ο Μέρι. Πάντως εγώ δεν κοίταζα πιο πέρα απ’ το αποψινό κρεβάτι. Πού και τι είναι το Φαράγγι του Χελμ και τα υπόλοιπα; Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτή τη χώρα.

— Τότε, καλά θα κάνεις να μάθεις κάτι, αν θέλεις να καταλάβεις τι γίνεται. Αλλά όχι τώρα δα, κι όχι από μένα — έχω πάρα πολλά πιο επείγοντα να σκεφτώ.

— Εντάξει, θα περιλάβω το Γοργοπόδαρο στη φωτιά του καταυλισμού — είναι λιγότερο δύστροπος. Αλλά γιατί όλη αυτή η μυστικότητα; Εγώ νόμισα πως κερδίσαμε τη μάχη.

— Ναι, την κερδίσαμε, αλλά μόνο την πρώτη νίκη, κι αυτό από μόνο νου μεγαλώνει τον κίνδυνό μας. Υπήρχε κάποιος σύνδεσμος ανάμεσα στο Ίσενγκαρντ και στη Μόρντορ, που δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα. Λεν είμαι σίγουρος πώς επικοινωνούσαν επικοινωνούσαν όμως. Το Μάτι του Μπαράντ-ντουρ θα κοιτάζει ανυπόμονα κατά την Κοιλάδα του Μάγου, νομίζω· και κατά το Ρόαν. Όσο λιγότερα βλέπει, τόσο καλύτερα.

Ο δρόμος πήγαινε αργά, κατηφορίζοντας στριφογυριστά την κοιλάδα. Πότε πιο κοντά και πότε μακρύτερα ο Ίσεν κυλούσε στη βραχώδη κοίτη του. Η νύχτα κατέβαινε απ’ τα βουνά, Όλες οι ομίχλες είχαν χαθεί. Ένας παγωμένος αέρας φυσούσε. Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο τώρα, πλημμύριζε τον ανατολικό ουρανό με μια χλωμή κρύα γυαλάδα. Οι ράχες του βουνού δεξιά τους χαμήλωναν καταλήγοντας σε γυμνούς λόφους. Οι πλατιές πεδιάδες απλώνονταν γκρίζες μπροστά τους.

Τέλος, σταμάτησαν. Έστριψαν, αφήνοντας το δρόμο και βγήκαν πάλι στο μυρωδάτο πράσινο χορτάρι του βουνού. Προχωρώντας δυτικά για ένα μίλι περίπου έφτασαν σε μια μικρή κοιλάδα. Ήταν ανοιχτή προς τα νότια κι ακουμπούσε πίσω στις πλαγιές του στρογγυλού Ντολ Μπάραν, του τελευταίου λόφου της βορινής οροσειράς, με πράσινους πρόποδες και στεφανωμένο με ρείκια. Οι πλευρές της μικρής κοιλάδας ήταν δασιές από περσινές φτέρες κι ανάμεσά τους σφιχτοστριμμένα ανοιξιάτικα βλαστάρια μόλις ξεμύτιζαν απ’ τη μυρωμένη γη. Αγκαθιές φύτρωναν πυκνές στις χαμηλές πλαγιές κι εκεί από κάτω κατασκήνωσαν κάπου δυο ώρες πριν τα μεσάνυχτα. Άναψαν φωτιές σε ένα κοίλωμα ανάμεσα στις ρίζες μιας απλωτής λευκαγκαθιάς, ψηλής σαν δέντρο, ταλαιπωρημένης από τα χρόνια, αλλά ολόγερης απ’ άκρη σ’ άκρη. Σε όλα της τ’ ακρόκλαδα φούσκωναν μπουμπούκια.

Έβαλαν φρουρούς, δύο για κάθε σκοπιά. Οι υπόλοιποι, αφού έφαγαν, τυλίχτηκαν στο μανδύα τους και σε μια κουβέρτα κι αποκοιμήθηκαν. Οι χόμπιτ είχαν ξαπλώσει σε μια γωνιά μοναχοί τους, πάνω σ’ ένα σωρό ξερές φτέρες. Ο Μέρι νύσταζε, αλλά ο Πίπιν έδειχνε τώρα περίεργα ανήσυχος. Οι φτέρες έτριζαν κι έσπαζαν καθώς γύριζε και ξαναγύριζε.

— Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Μέρι. Ξάπλωσες σε μερμηγκοφωλιά;

— Όχι, είπε ο Πίπιν, αλλά δεν μπορώ να βολευτώ. Πόσος καιρός να ’χει περάσει άραγε από τότε που έχω να κοιμηθώ σε κρεβάτι;

Ο Μέρι χασμουρήθηκε.

— Υπολόγισε το στα δάχτυλά σου! είπε. Αλλά θα πρέπει να ξέρεις πόσος καιρός είναι από τότε που φύγαμε απ’ το Λόριεν.

— Α, αυτό! είπε ο Πίπιν. Εγώ εννοώ κανονικό κρεβάτι σε κρεβατοκάμαρα.

— Ε, απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, είπε ο Μέρι. Αλλά θα μπορούσα να κοιμηθώ οπουδήποτε απόψε.

— Ήσουν τυχερός, Μέρι, είπε ο Πίπιν σιγανά, ύστερα από μια παύση. Ταξίδευες με τον Γκάνταλφ.

— Λοιπόν, και τι μ’ αυτό;

— Του πήρες τίποτα νέα, καμιά πληροφορία;