— Ναι, αρκετά. Περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως. Αλλά τ’ άκουσες όλα ή τα περισσότερα· ήσαστε κοντά και δεν κουβεντιάζαμε μυστικά. Μπορείς όμως να πας μαζί του αύριο, αν νομίζεις πως μπορείς να του πάρεις περισσότερα — κι αν σε θέλει.
— Μπορώ! Ωραία! Αλλά είναι λιγομίλητος, δεν είναι; Δεν έχει αλλάξει καθόλου.
— Και, βέβαια, έχει αλλάξει! είπε ο Μέρι, ξυπνώντας λιγάκι κι αρχίζοντας ν’ αναρωτιέται τι να ενοχλούσε το σύντροφό του. Έχει μεγαλώσει ή κάτι τέτοιο. Μπορεί να είναι πιο καλοσυνάτος και πιο φοβερός· πιο χαρούμενος και πιο σοβαρός απ’ ό,τι πριν, νομίζω. Έχει αλ-λάξει· αλλά ακόμα δεν είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο. Αλλά σκέψου το τελευταίο μέρος εκείνης της υπόθεσης με το Σάρουμαν! Θυμήσου πως ο Σάρουμαν ήταν κάποτε ανώτερος του Γκάνταλφ -επικεφαλής του Συμβουλίου, ό,τι κι αν ήταν αυτό ακριβώς. Ήταν ο Σάρουμαν ο Λευκός. Τώρα ο Λευκός είναι ο Γκάνταλφ. Ο Σάρουμαν γύρισε πίσω όταν του φώναξε κι έχασε και το ραβδί του· κι ύστερα του είπε να φύγει, κι έφυγε!
— Λοιπόν, αν άλλαξε καθόλου ο Γκάνταλφ, τότε έγινε ακόμα πιο κλειστός από πριν, αυτό είναι όλο, αντιγύρισε ο Πίπιν. Να αυτή η γυάλινη σφαίρα, τώρα. Φάνηκε πως πολύ τη χάρηκε. Ή ξέρει ή υποψιάζεται κάτι γι’ αυτήν. Αλλά μας λέει τι; Όχι, ούτε λέξη. Όμως, εγώ τη μάζεψα και τη γλίτωσα και δεν έπεσε στη λιμνούλα. Εδώ, αυτό το παίρνω εγώ, νεαρέ μου — αυτό όλο κι όλο. Τι να ’ναι άραγε; Ήταν πολύ βαριά. Του Πίπιν η φωνή χαμήλωσε πολύ, λες και μιλούσε στον εαυτό του.
— Ε! είπε ο Μέρι. Ώστε, αυτό σε βασανίζει; Λοιπόν, Πίπιν νεαρέ μου, μην ξεχνάς τα λόγια του Γκίλντορ — αυτά που συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο Σαμ: Μην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις των Μάγων, γιατί είναι πανούργοι κι εύκολα θυμώνουν.
Αλλά όλη μας η ζωή εδώ και μήνες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ανάμιξη στις υποθέσεις των Μάγων, είπε ο Πίπιν. Θα ’θελα και λίγες πληροφορίες μαζί με τον κίνδυνο. Θα ’θελα να ’ριχνα μια ματιά σ’ αυτή τη σφαίρα.
— Κοιμήσου! είπε ο Μέρι. Θα πάρεις αρκετές πληροφορίες, αργά ή γρήγορα. Αγαπητέ μου Πίπιν, κανένας Τουκ ποτέ δεν ξεπέρασε τους Μπράντιμπακ στην περιέργεια· αλλά είναι τώρα ώρα για τέτοια, σε ρωτώ;
— Εντάξει! Τι κακό έγινε που σου είπα τι θα ’θελα; να ρίξω μια ματιά σ’ αυτή την πέτρα; Το ξέρω πως δε γίνεται, έτσι που ο γερο-Γκάνταλφ κάθεται πάνω της σαν την κλώσα στ’ αυγό. Αλλά δε με βοηθάει και πολύ που δε μου λες τίποτ’ άλλο, παρά: δεν μπορείς να την έχεις, άρα κοιμήσου!
— Λοιπόν, και τι άλλο θέλεις να σου πω; είπε ο Μέρι. Λυπάμαι, Πίπιν, αλλά θα πρέπει στ’ αλήθεια να περιμένεις ως το πρωί. Θα γίνω όσο περίεργος θέλεις μετά το πρωινό μας και θα σε βοηθήσω μ’ όποιον τρόπο μπορώ για να καταφέρουμε το μάγο. Αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο ξυπνητός. Αν ξαναχασμουρηθώ, θα σκιστούν τ’ αυτιά μου. Καληνύχτα!
Ο Πίπιν δεν είπε τίποτ’ άλλο. Τώρα καθόταν ακίνητος, αλλά ο ύπνος ήταν μακριά· και δεν τον παρηγορούσε η μαλακή ανάσα του Μέρι, που αποκοιμήθηκε λίγα λεπτά μετά την καληνύχτα. Η σκέψη της μαύρης σφαίρας φαινόταν να δυναμώνει, καθώς όλα ησύχαζαν. Ο Πίπιν ένιωσε πάλι το βάρος της στα χέρια του κι έβλεπε ξανά τα μυστηριώδη κόκκινα βάθη που είχε δει για μια στιγμή. Στριφογύρισε και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο.
Τέλος, δεν άντεξε πια. Σηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Έκανε ψύχρα και τυλίχτηκε στο μανδύα του. Το φεγγάρι έλαμπε, κρύο κι άσπρο, στη μικρή κοιλάδα και οι σκιές των θάμνων ήταν μαύρες. Κοιμισμένες μορφές παντού ολόγυρα. Οι δυο φρουροί δε φαίνονταν — ήταν ψηλότερα στο λόφο, ίσως, ή κρυμμένοι στις φτέρες. Σπρωγμένος από μια παρόρμηση, που δεν μπορούσε να καταλάβει, ο Πίπιν πήγε σιγοπατώντας εκεί που ήταν ξαπλωμένος ο Γκάνταλφ. Τον κοίταξε. Ο μάγος φαινόταν να κοιμάται, αλλά τα ματόκλαδά του δεν ήταν τελείως κλειστά — τα μάτια του γυάλιζαν κάτω απ’ τις μακριές του βλεφαρίδες. Ο Πίπιν πισωπάτησε βιαστικά. Αλλά ο Γκάνταλφ δεν κουνήθηκε· και σπρωγμένος γι’ άλλη μια φορά μπροστά, σχεδόν αντίθετα με τη θέληση του, ο χόμπιτ πλησίασε με προφύλαξη πάλι από πίσω απ’ το κεφάλι του μάγου. Ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα με το μανδύα του απλωμένο από πάνω· και πλάι του κοντά, ανάμεσα στη δεξιά του πλευρά και στο λυγισμένο χέρι του ήταν ένα βουναλάκι, κάτι στρογγυλό τυλιγμένο σ’ ένα σκούρο πανί· το χέρι του έδειχνε πως μόλις κι είχε ξεγλιστρήσει χάμω.
Μην τολμώντας ούτε ν’ ανασάνει, ο Πίπιν πλησίασε με μύριες προφυλάξεις, βήμα το βήμα. Τέλος, γονάτισε. Ύστερα άπλωσε τα χέρια του κλεφτά κι αργά σήκωσε το μπογαλάκι — δε φαινόταν τόσο πολύ βαρύ, όσο το περίμενε. «Μπορεί στο κάτω κάτω να ’ναι κανένα μπογαλάκι με μικροπράγματα», σκέφτηκε με μια παράξενη αίσθηση ανακούφισης· αλλά δεν άφησε το μπογαλάκι κάτω πάλι. Στάθηκε για μια στιγμή σφίγγοντάς το. Ύστερα του ήρθε μια ιδέα. Απομακρύνθηκε στις μύτες των ποδιών του, βρήκε μια μεγάλη πέτρα και γύρισε πίσω.