Στα γρήγορα τώρα τράβηξε το ύφασμα, τύλιξε την πέτρα μ’ αυτό και, γονατίζοντας κάτω, την ξανάβαλε στο χέρι του μάγου. Ύστερα, τέλος, κοίταξε αυτό που είχε ξεσκεπάσει. Εκεί ήταν — μια λεία κρύστάλλινη σφαίρα, σκοτεινή και νεκρή τώρα, ακουμπισμένη γυμνή στα γόνατά του. Ο Πίπιν τη σήκωσε, τη σκέπασε βιαστικά με το δικό του μανδύα και μισογύρισε να πάει πίσω στο κρεβάτι του. Εκείνη τη στιγμή ο Γκάνταλφ κουνήθηκε στον ύπνο του και μουρμούρισε μερικές λέξεις — φαίνονταν να είναι από άγνωστη γλώσσα· το χέρι του ψαχούλεψε κι αγκάλιασε την τυλιγμένη πέτρα, ύστερα αναστέναξε και δεν ξανακουνήθηκε.
«Χαζόβλακα! μουρμούρισε ο Πίπιν στον εαυτό του. Θα βρεις τον μπελά σου για τα καλά. Βάλ’ τη γρήγορα πίσω!» Αλλά τώρα ανακάλυψε πως τα γόνατά του έτρεμαν και δεν τολμούσε να πλησιάσει αρκετά το μάγο και ν’ απλώσει χέρι στο μπογαλάκι. «Ποτέ δε θα το βάλω τώρα πίσω, χωρίς να τον ξυπνήσω, σκέφτηκε, τουλάχιστον αν δεν ηρεμήσω λιγάκι. Γι’ αυτό ας της ρίξω μια ματιά πρώτα. Όχι, όμως, εδώ!» Νυχοπάτησε πιο πέρα και κάθισε σ’ ένα πράσινο βουναλάκι, όχι μακριά απ’ το στρώμα του. Το φεγγάρι κοίταζε απ’ την άκρη της μικρής κοιλάδας.
Ο Πίπιν κάθισε με τα γόνατα σηκωμένα και την μπάλα ανάμεσά τους. Έσκυψε πολύ κοντά από πάνω της, κοιτάζοντας σαν λαίμαργο παιδί γερμένο πάνω από μια γαβάθα με φαγητό, σε μια γωνιά μακριά απ’ τους άλλους. Παραμέρισε το μανδύα του και την κοίταξε. Ο αέρας γύρω του φαινόταν ακίνητος και ηλεκτρισμένος. Στην αρχή η σφαίρα ήταν σκοτεινή, κατάμαυρη, και το φως του φεγγαριού αντανακλούσε πάνω της. Ύστερα φάνηκε μια αμυδρή λάμψη κι ένα ανάδεμα στην καρδιά της, κι αυτό μαγνήτιζε τη ματιά του, έτσι που τώρα δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού. Πολύ γρήγορα όλο το εσωτερικό φαινόταν σαν να είχε πιάσει φωτιά· η σφαίρα στριφογύριζε ή τα φώτα μέσα της πήγαιναν γύρω γύρω. Ξαφνικά, τα φώτα έσβησαν. Αυτός έβγαλε ένα αγκομαχητό και πάλεψε· αλλά εξακολουθούσε να μένει σκυφτός, κρατώντας σφιχτά τη σφαίρα και με τα δυο του χέρια. Όλο και πιο κοντά έσκυβε κι ύστερα κοκάλωσε· τα χείλια του σάλευαν δίχως φωνή για λίγο. Ύστερα με μια πνιγμένη κραυγή έπεσε πίσω κι έμεινε ακίνητος.
Η κραυγή ήταν διαπεραστική. Οι φρουροί όρμησαν απ’ τις πλαγιές. Όλος ο καταυλισμός σε λίγο ήταν στο πόδι.
— Ώστε, λοιπόν, αυτός είναι ο κλέφτης! είπε ο Γκάνταλφ.
Έριξε βιαστικά το μανδύα του πάνω από τη σφαίρα, εκεί που ήταν πεσμένη.
— Αλλά εσύ, Πίπιν! Άσχημη εξέλιξη πήραν τα πράγματα! Γονάτισε πλάι στο σώμα του Πίπιν — ο χόμπιτ ήταν πεσμένος ανάσκελα, κοκαλωμένος, με μάτια τυφλά, που κοίταζαν τον ουρανό.
— Βρε, παλιοδουλειά! Τι κακό να ’χει κάνει — στον εαυτό του και σ’ όλους μας;
Το πρόσωπο του μάγου ήταν τραβηγμένο και κατακίτρινο.
Έπιασε το χέρι του Πίπιν κι έγειρε πάνω απ’ το κεφάλι του, κι αφουγκραζόταν την ανάσα του· ύστερα ακούμπησε τα χέρια του στο μέτωπό του. Ο χόμπιτ αναταράχτηκε. Τα μάτια του έκλεισαν. Έβαλε τις φωνές· και ανασηκώθηκε, κοιτάζοντας σαστισμένος όλα τα πρόσωπα γύρω του, χλωμά στο φεγγαρόφωτο.
— Δεν είναι για σένα, Σάρουμαν! φώναξε με διαπεραστική κι άτονη φωνή και ζάρωσε μακριά απ’ τον Γκάνταλφ. Θα στείλω να το πάρω αμέσως. Κατάλαβες; Αυτό μόνο να πεις!
Ύστερα αγωνίστηκε να σηκωθεί όρθιος και να ξεφύγει, αλλά ο Γκάνταλφ τον κρατούσε μαλακά, αλλά σταθερά.
— Πέρεγκριν Τουκ! είπε. Γύρισε πίσω!
Ο χόμπιτ χαλάρωσε κι έπεσε πίσω. κρατώντας σφιχτά το χέρι του μάγου.
— Γκάνταλφ! φώναξε. Γκάνταλφ! Συγχώρεσέ με!
— Να σε συγχωρέσω; είπε ο μάγος. Πες μου πρώτα τι έκανες;
— Εγώ πήρα τη σφαίρα και την κοίταξα, κόμπιασε ο Πίπιν κι είδα πράγματα που με τρομοκράτησαν. Κι ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Κι ύστερα ήρθε αυτός κι άρχισε να με ρωτά· και με κοίταζε, και, κι αυτό είναι όλο που θυμάμαι.
— Αυτό δε φτάνει, είπε ο Γκάνταλφ αυστηρά. Τι είδες και τι είπες;
Ο Πίπιν έκλεισε τα μάτια του και τρεμούλιασε, αλλά δεν είπε τίποτα. Όλοι τον κοίταζαν αμίλητοι, εκτός από το Μέρι, που γύρισε από την άλλη μεριά. Αλλά το πρόσωπο του Γκάνταλφ εξακολουθούσε να είναι σκληρό.
— Μίλα! είπε.
Με χαμηλή διστακτική φωνή ο Πίπιν ξανάρχισε και, σιγά σιγά, τα λόγια του έγιναν πιο καθαρά και δυνατά.
— Είδα έναν σκοτεινό ουρανό και ψηλές επάλξεις, είπε. Και μικροσκοπικά αστέρια. Φαινόταν πολύ μακρινό και παλιό, σκληρό όμως και καθαρό. Ύστερα τ’ αστέρια έσβησαν — τα έκρυψαν κάτι φτερωτά όντα. Πολύ μεγάλα, νομίζω, στ’ αλήθεια· αλλά στο γυαλί έμοιαζαν με νυχτερίδες που στριφογύριζαν πάνω από έναν πύργο. Μου φάνηκε πως ήταν εννιά. Μία άρχισε να πετάει ίσια καταπάνω μου κι όλο να μεγαλώνει. Είχε ένα τρομερό — όχι, όχι! Δεν μπορώ να πω.