— Παράξενες δυνάμεις έχουν οι εχθροί μας και παράξενες αδυναμίες! είπε ο Θέοντεν. Αλλά λέγεται από παλιά πως: Το ένα κακό, στ’ άλλο κακό θα κάνει.
— Αυτό το έχουμε δει πολλές φορές, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά αυτή τη φορά υπήρξαμε παράδοξα τυχεροί. Ίσως και να μ’ έσωσε αυτός ο χόμπιτ από σοβαρό λάθος. Είχα αναλογιστεί αν θα ’πρεπε ή όχι να διερευνήσω αυτή τη Σφαίρα μονάχος μου για να βρω τις χρήσεις της. Αν το είχα κάνει, θα είχα αποκαλύψει τον εαυτό μου σ’ εκείνον. Δεν είμαι έτοιμος για μια τέτοια δοκιμασία κι ίσως να μην είμαι ποτέ. Αλλά ακόμα κι αν έβρισκα τη δύναμη να αποτραβηχτώ, θα ήταν ολέθριο να μ’ έβλεπε αυτός, ακόμα — ως την ώρα που η μυστικότητα δε θα χρησιμεύει σε τίποτα πια.
— Αυτή η ώρα ήρθε τώρα, νομίζω, είπε ο Άραγκορν.
— Όχι ακόμα, είπε ο Γκάνταλφ. Μένει λίγος καιρός αμφιβολίας ακόμα, που πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε. Ο Εχθρός, είναι φανερό, νόμιζε πως η Πέτρα βρισκόταν στο Όρθανκ — και γιατί όχι; Κι ότι, επομένως, ο χόμπιτ ήταν αιχμάλωτος εκεί, και τον ανάγκασαν να κοιτάξει στο γυαλί σαν ένα απ’ τα βασανιστήρια του Σάρουμαν. Το σκοτεινό μυαλό του θα είναι τώρα γεμάτο απ’ τη φωνή και την όψη του χόμπιτ, κι όλο προσδοκία — μπορεί να περάσει αρκετός καιρός ώσπου να μάθει το λάθος του. Εμείς πρέπει ν’ αρπάξουμε αυτόν τον καιρό. Αμελήσαμε. Πρέπει να κινηθούμε. Η γειτονιά του Ίσενγκαρντ δεν είναι τόπος για να χρονοτριβούμε. Θα ξεκινήσω αμέσως με τον Πέρεγκριν Τουκ. Θα ’ναι καλύτερα γι’ αυτόν, παρά να είναι ξαπλωμένος στο σκοτάδι, ενώ οι άλλοι κοιμούνται.
— Θα κρατήσω τον Έομερ και δέκα καβαλάρηδες, είπε ο βασιλιάς. Θα ταξιδέψουν μαζί μου νωρίς το πρωί. Οι υπόλοιποι μπορούν να πάνε με τον Άραγκορν και να ξεκινήσουν όποτε θέλουν.
— Όπως θέλεις, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να βρεθείς στην προστασία των λόφων, στο Φαράγγι του Χελμ.
Εκείνη τη στιγμή μια σκιά έπεσε πάνω τους. Το λαμπερό φεγγαρόφωτο φάνηκε να κόβεται απότομα. Αρκετοί απ’ τους Καβαλάρηδες έβαλαν τις φωνές και μαζεύτηκαν, βάζοντας τα χέρια πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σαν για ν’ αποφύγουν κάποιο χτύπημα από ψηλά — ένας τυφλός φόβος και μια θανατερή παγωνιά τους πλάκωσε. Ζαρωμένοι κοίταξαν ψηλά. Μια θεόρατη φτερωτή μορφή πέρασε μπροστά απ’ το φεγγάρι σαν μαύρο σύννεφο. Έστριψε και τράβηξε βορινά πετώντας με ταχύτητα μεγαλύτερη από κάθε άνεμο στη Μέση-γη. Τ’ άστρα έσβηναν μπροστά της. Πέρασε.
Σηκώθηκαν όρθιοι, ακίνητοι σαν πέτρες. Ο Γκάνταλφ κοίταζε ψηλά, με τα χέρια του απλωμένα ανοιχτά προς τα κάτω, κοκαλωμένα, και ας παλάμες σφιγμένες.
— Νάζγκουλ! φώναξε. Ο αγγελιαφόρος της Μόρντορ. Η καταιγίδα έρχεται. Οι Νάζγκουλ έχουν περάσει το Ποτάμι! Στ’ άλογα, στ’ άλογα!
Μην περιμένετε την αυγή! Ας μην περιμένουν οι γρήγοροι τους αρχούς! Στ’ άλογα!
Πετάχτηκε, φωνάζοντας τον Ίσκιο καθώς έτρεχε. Ο Άραγκορν τον ακολούθησε. Πηγαίνοντας στον Πίπιν, ο Γκάνταλφ τον σήκωσε στα χέρια του.
— Θα ’ρθεις μαζί μου αυτή τη φορά, είπε. Ο Ίσκιος θα σου δείξει τα κόλπα του.
Ύστερα έτρεξε στο μέρος που κοιμόταν. Ο Ίσκιος στεκόταν κιόλας εκεί. Κρεμώντας τη μικρή σακούλα, που είχε όλες του τις αποσκευές, στους ώμους του, ο μάγος πήδηξε στην πλάτη του αλόγου. Ο Άραγκορν σήκωσε τον Πίπιν και τον έβαλε στην αγκαλιά του Γκάνταλφ, τυλιγμένο στο μανδύα και στην κουβέρτα.
— Έχετε γεια! Ακολουθήστε γρήγορα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Εμπρός, Ίσκιε!
Το μεγάλο άλογο τίναξε το κεφάλι του. Η κυματιστή ουρά του τινάχτηκε στο φεγγαρόφωτο. Μετά όρμησε μπροστά, δίχως να πατάει στη γη, και χάθηκε σαν το Βοριά που κατεβαίνει από τα βουνά.
— Τι υπέροχη και ξεκούραστη νύχτα! είπε ο Μέρι στον Άραγκορν. Μερικοί έχουν τύχη βουνό. Λεν ήθελε να κοιμηθεί κι ήθελε να ταξιδεύει με τον Γκάνταλφ — και να που έτσι κι έγινε. Αντί να πετρώσει ολόκληρος και να μείνει εδώ για πάντα σαν προειδοποίηση.
— Αν ήσουν εσύ ο πρώτος που σήκωσε την Πέτρα του Όρθανκ, κι όχι εκείνος, τώρα πώς θα ήταν; είπε ο Άραγκορν. Ίσως να τα πήγαινες χειρότερα. Ποιος ξέρει; Τώρα, φοβάμαι πως η τύχη σου είναι να ’ρθεις μαζί μου. Αμέσως. Πήγαινε να ετοιμαστείς και φέρε κι ό,τι ξέχασε ο Πίπιν. Κάνε γρήγορα!
Ο Ίσκιος πετούσε διασχίζοντας τις πεδιάδες δίχως να χρειάζεται προτροπή ή καθοδήγηση. Είχε περάσει λιγότερο από μια ώρα κι είχαν κιόλας φτάσει στα Περάσματα του Ίσεν και τα είχαν προσπεράσει. Ο Τύμβος των Καβαλάρηδων με τα παγωμένα του κοντάρια έμεινε γκρίζος πίσω τους.
Ο Πίπιν συνερχόταν. Ήταν ζεστός, αλλά ο αέρας στο πρόσωπό του ήταν τσουχτερός και ζωογόνος. Βρισκόταν με τον Γκάνταλφ. Ο τρόμος της πέτρας και η απαίσια σκιά μπροστά απ’ το φεγγάρι ξεθώριαζαν, γίνονταν πράγματα που τ’ άφησε πίσω του στις ομίχλες των βουνών ή σε κάποιο περαστικό όνειρο. Πήρε μια βαθιά αναπνοή.