— Δεν ήξερα πως ταξιδεύεις έτσι, Γκάνταλφ, είπε. Δεν έχεις ούτε σέλα ούτε χαλινάρι!
— Δεν ιππεύω με τον τρόπο των Ξωτικών παρά μόνο στον Ίσκιο, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά ο Ίσκιος δε δέχεται χάμουρα. Δεν ιππεύεις τον Ίσκιο· αυτός προθυμοποιείται να σε μεταφέρει ή όχι. Αν είναι πρόθυμος, αυτό φτάνει. Τότε, είναι δική του υπόθεση να φροντίζει να μην πέσεις, εκτός και πηδήξεις κάτω.
— Πόσο γρήγορα πηγαίνει; ρώτησε ο Πίπιν. Γρήγορα σαν τον άνεμο, αλλά πολύ στρωτά. Και πόσο ανάλαφρα τα πατήματά του!
— Τώρα τρέχει τόσο γρήγορα, όσο μπορεί να καλπάσει το πιο γρήγορο άλογο, απάντησε ο Γκάνταλφ· αλλά αυτό δεν είναι το πιο γρήγορο γι’ αυτόν. Η γη ανηφορίζει λίγο εδώ κι είναι πιο ανώμαλη απ’ ό,τι ήταν απ’ την άλλη μεριά του ποταμιού. Αλλά δες στο φως των αστεριών πώς πλησιάζουν τα Λευκά Βουνά! Εκεί πέρα είναι οι κορφές Θριχάιρν που μοιάζουν μαύρα δόρατα. Σε λίγο θα φτάσουμε στο σταυροδρόμι όπου πάει για το Λαγκάδι, που έγινε η μάχη πριν δυο νύχτες.
Ο Πίπιν σώπασε ξανά για λίγο. Άκουσε τον Γκάνταλφ να σιγοτραγουδάει, μουρμουρίζοντας σύντομα αποσπάσματα από ρίμες σε πολλές γλώσσες, καθώς τα μίλια έφευγαν τρέχοντας. Τέλος ο μάγος έπιασε ένα τραγούδι, που ο χόμπιτ κατάλαβε τα λόγια: λίγοι στίχοι έφτασαν καθαρά στ’ αυτιά του μες στο βουητό του ανέμου:
Τι λες, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Πίπιν.
— Αναθυμόμουν μερικές αρχαίες Ωδές, απάντησε ο μάγος. Οι χόμπιτ, φαντάζομαι, τις έχουν ξεχάσει, ακόμη κι εκείνες που ήξεραν κάποτε.
— Όχι, καθόλου, είπε ο Πίπιν. Κι έχουμε και πολλές δικές μας, που μάλλον δε θα σ’ ενδιαφέρουν. Αλλά ποτέ δεν το ’χω ξανακούσει αυτό. Τι. λέει — τα εφτά αστέρια και οι εφτά πέτρες;
— Για τα palantíri των Αρχαίων Βασιλιάδων, είπε ο Γκάνταλφ.
— Και τι είναι αυτά;
— Το όνομα σήμαινε αυτό που βλέπει μακριά. Η πέτρα του Όρθανκ ήταν μια απ’ αυτές.
— Δηλαδή δεν ήταν φτιαγμένη, δεν ήταν φτιαγμένη — ο Πίπιν δίστασε — από τον Εχθρό;
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε από το Σάρουμαν. Είναι πιο πάνω κι απ’ την τέχνη του κι απ’ την τέχνη του Σόρον. Τα palantíri έρχονται πέρα απ’ τη Μακρινή Δύση, απ’ το Έλνταμαρ. Τα έφτιαξαν οι Νόλντορ. Ο ίδιος ο Φεάνορ, ίσως, τα κατασκεύασε, σε μέρες τόσο παλιές, που ο χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί σε χρόνια. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί ο Σόρον να το μεταστρέψει στο κακό. Αλίμονο στο Σάρουμαν! Αυτό προκάλεσε την πτώση του, όπως βλέπω τώρα. Είναι επικίνδυνα για όλους μας τα πράγματα που κατασκευάστηκαν με τέχνη βαθύτερη απ’ αυτή που εμείς οι ίδιοι κατέχουμε. Αυτός όμως φταίει. Ο ανόητος! Να το κρατήσει μυστικό, για δικό του όφελος. Ούτε λέξη δεν είπε γι’ αυτό ποτέ σε κανέναν απ’ το Συμβούλιο. Δεν είχαμε ακόμη σκεφθεί για την τύχη των palantíri της Γκόντορ με τους ολέθριους γι’ αυτήν πολέμους. Από τους Ανθρώπους ήταν σχεδόν λησμονημένα. Ακόμα και στην Γκόντορ ήταν μυστικό που το ήξεραν πολύ λίγοι μόνο· στην Αρνορ τα θυμόντουσαν μόνο μέσα από αρχαίους στίχους οι Ντούνεντεν.
— Και σε τι τα χρησιμοποιούσαν οι Ανθρωποι του παλιού καιρού; ρώτησε ο Πίπιν, κατενθουσιασμένος κι έκπληκτος που έπαιρνε απαντήσεις σε τόσες πολλές ερωτήσεις κι αναρωτιόταν ως πότε θα κρατούσε αυτό.
— Για να Βλέπουν μακριά και να κουβεντιάζουν με τη σκέψη μεταξύ τους, είπε ο Γκάνταλφ. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαφύλαξαν για πολύν καιρό και διατήρησαν ενωμένο το βασίλειο της Γκόντορ. Τοποθέτησαν Σφαίρες στη Μίνας Άνορ και στη Μίνας Ίθιλ και στο Όρθανκ στον δακτύλιο του Ίσενγκαρντ. Η κυριότερη που εξουσίαζε τις άλλες βρισκόταν κάτω απ’ το Θόλο των Άστρων στην Οσγκίλιαθ πριν την καταστροφή της. Οι υπόλοιπες τρεις βρίσκονταν πολύ μακριά στο Βοριά. Λέγεται πως βρίσκονται στο σπίτι του Έλροντ, στο Ανούμινας και στο Αμον Σουλ και η Πέτρα του Έλεντιλ στους Λόφους των Πύργων, που έβλεπαν στο Μίθλοντ στον Κόλπο του Λουν που είναι αγκυροβολημένα τα γκρίζα καράβια.
»Το καθένα palantír είχε ανταπόκριση με τ’ άλλα, αλλά όσα βρίσκονταν στην Γκόντορ ήταν πάντοτε ανοιχτά στη θέα της Οσγκίλιαθ. Τώρα φαίνεται πως, όπως ο βράχος του Όρθανκ, άντεξε στις καταιγίδες των αιώνων, έτσι και το palantír εκείνου του πύργου. Αλλά μοναχό του δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά να βλέπει μικρές εικόνες από πράγματα μακρινά και μέρες περασμένες. Πολύ χρήσιμο, χωρίς αμφιβολία, για το Σάρουμαν όμως, φαίνεται πως δεν έμενε ευχαριστημένος. Όλο και πιο μακριά κοίταζε, ώσπου έριξε τα μάτια του στο Μπαράντ-ντουρ. Και τότε πιάστηκε!