»Ποιος να ξέρει τώρα πού να βρίσκονται οι χαμένες σφαίρες της Αρνορ και της Γκόντορ, θαμμένες ή καταποντισμένες βαθιά; Αλλά ο Σόρον θα πρέπει να έχει αποκτήσει τουλάχιστο μία και να την έχει κάτω από τον έλεγχό του για τους δικούς του σκοπούς. Φαντάζομαι πως θα ήταν η σφαίρα της Ίθιλ, γιατί πήρε τη Μίνας Ίθιλ εδώ και πολύ παλιά και τη μετέβαλε σε τόπο κακού — Μίνας Μόργκουλ, λέγεται τώρα.
»Είναι εύκολο τώρα να μαντέψει κανείς πόσο γρήγορα το ανήσυχο μάτι του Σάρουμαν παγιδεύτηκε μόνιμα· και πώς από τότε πειθαναγκάζεται από μακριά και τρομοκρατείται όταν ο πειθαναγκασμός δεν πιάνει. Το φίδι δαγκωμένο, το γεράκι στα νύχια του αετού, η αράχνη στο ατσάλινο δίχτυ! Για πόσον καιρό, άραγε, αναγκάζεται να πηγαίνει συχνά στη γυάλινη σφαίρα του για επιθεώρηση και καθοδήγηση; Και η πέτρα του Όρθανκ είναι τόσο στραμμένη προς το Μπαράντ-ντουρ, που, αν κάποιος, εκτός κι αν έχει ατσαλένια θέληση, κοιτάξει τώρα μέσα της, κατευθύνει πολύ γρήγορα το μυαλό και τα μάτια του εκεί. Και πώς σε τραβάει κοντά της! Εγώ να δεις πώς το ένιωσα! Ακόμα και τώρα η καρδιά μου ποθεί να δοκιμάσω τη θέλησή μου πάνω της, να δω αν μπορώ να του την αποσπάσω και να τη στρέψω όπου θα ήθελα εγώ — να κοιτάζω πέρα απ’ τις πλατιές θάλασσες του νερού και του χρόνου στο Ωραίο Τίριον και να δω την αφάνταστη δεξιοσύνη και τη διάνοια του Φεάνορ να εργάζονται, τότε που και το Λευκό Δέντρο και το Χρυσαφένιο ήταν ανθισμένα!
Αναστέναξε και σώπασε.
— Μακάρι να τα ήξερα όλα αυτά από πριν, είπε ο Πίπιν. Δεν είχα ιδέα τι έκανα.
— Και βέβαια είχες, είπε ο Γκάνταλφ. Ήξερες πως το φέρσιμό σου ήταν λαθεμένο και ανόητο· και το ’πες αυτό στον εαυτό σου, αν και δεν άκουσες. Δε σου τα είπα όλ’ αυτά από πριν, γιατί τώρα που κάθομαι κι αναλογίζομαι όλα όσα έγιναν, τώρα επιτέλους έχω καταλάβει κι ι:γώ, τώρα που ταξιδεύουμε μαζί. Αλλά, ακόμα κι αν είχα μιλήσει νωρίτερα, δε θα είχε λιγοστέψει η επιθυμία σου ούτε θα σου ήταν ευκολότερο ν’ αντισταθείς. Το αντίθετο! Όχι, το καμένο χέρι είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Όταν καείς, οι συμβουλές για τη φωτιά πάνε ίσια στην καρδιά.
— Και βέβαια πάνε, είπε ο Πίπιν. Ακόμα κι αν οι εφτά σφαίρες βρίσκονταν μπροστά μου τώρα, θα ’κλεινα τα μάτια και θα ’βαζα τα χέρια μου στις τσέπες.
— Πολύ ωραία! είπε ο Γκάνταλφ. Αυτό έλπιζα κι εγώ.
— Αλλά θα ’θελα να ξέρω..., άρχισε ο Πίπιν.
— Έλεος! φώναξε ο Γκάνταλφ. Αν το να δίνω πληροφορίες πρόκειται να σου θεραπεύσει την περιέργεια, θα περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου δίνοντάς σου απαντήσεις. Τι άλλο θέλεις να μάθεις ακόμα;
— Τα ονόματα όλων των αστεριών κι όλων των ζωντανών πλασμάτων, κι όλη την ιστορία της Μέσης-γης και του Ουρανού ψηλά και της Θάλασσας που χωρίζει, γέλασε ο Πίπιν. Μα, βέβαια! Τι άλλο! Αλλά δε βιάζομαι απόψε. Για την ώρα αναρωτιόμουν για τη μαύρη σκιά. Σ’ άκουσα να φωνάζεις «αγγελιαφόρος της Μόρντορ». Τι ήταν; Τι θα μπορούσε να κάνει στο Ίσενγκαρντ;
— Ήταν ένας ιπτάμενος Μαύρος Καβαλάρης, ένας Νάζγκουλ, είπε ο Γκάνταλφ. Θα μπορούσε να σε είχε πάρει από κει για το Μαύρο Πύργο.
— Αλλά δεν ερχόταν για μένα, ερχόταν; τραύλισε ο Πίπιν. Θέλω να πω, δεν ήξερε πως είχα...
— Όχι, βέβαια, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι δύο χιλιάδες λεύγες και παραπάνω για να πετάξει κατευθείαν απ’ το Μπαράντ-ντουρ στο Όρθανκ κι ακόμη κι ένας Νάζγκουλ χρειάζεται μερικές ώρες για να τις διανύσει. Αλλά ο Σάρουμαν είχε σίγουρα κοιτάξει στη Σφαίρα μετά την επίθεση των Ορκ και, δεν αμφιβάλλω, περισσότερες απ’ όσες ήθελε κρυφές του σκέψεις διαβάστηκαν. Έχει σταλεί ο αγγελιαφόρος για να μάθει τι κάνει. Ύστερα απ’ το αποψινό, θα ’ρθει κι άλλος, νομίζω, και γρήγορα μάλιστα. Έτσι ο Σάρουμαν θα φτάσει στο τελευταίο δόντι της δαγκάνας που μέσα της έβαλε το χέρι του. Δεν έχει αιχμάλωτο για να στείλει. Δεν έχει Σφαίρα για να δει και δεν μπορεί ν’ απαντήσει στο κάλεσμα. Ο Σόρον το μόνο που θα πιστέψει είναι πως δε θέλει να δώσει τον αιχμάλωτο και πως αρνείται να χρησιμοποιήσει τη Σφαίρα. Δεν έχει τίποτα να κερδίσει ο Σάρουμαν λέγοντας την αλήθεια στον αγγελιαφόρο. Γιατί μπορεί να ισοπεδώθηκε το Ίσενγκαρντ, αυτός όμως εξακολουθεί να βρίσκεται σώος και αβλαβής στο Όρθανκ. Έτσι, είτε το θέλει είτε όχι, θα παρουσιαστεί ως στασιαστής. Κι όμως απέρριψε τις προτάσεις μας για ν’ αποφύγει αυτό ακριβώς το πράγμα! Τι θα κάνει σ’ αυτή τη δύσκολη θέση, δεν μπορώ να μαντέψω. Έχει δύναμη, νομίζω, όσο ακόμα βρίσκεται στο Όρθανκ, ν’ αντισταθεί στους Εννιά Καβαλάρηδες. Μπορεί και να προσπαθήσει να το κάνει. Μπορεί να προσπαθήσει να παγιδέψει το Νάζγκουλ ή τουλάχιστο να σκοτώσει αυτό που τώρα ιππεύει στον αέρα. Σ’ αυτή την περίπτωση ας προσέχει το Ρόαν τ’ άλογά του!