»Αλλά δεν μπορώ να πω αν θα μας βγει σε καλό ή σε κακό. Μπορεί τα σχέδια του Εχθρού να μπερδευτούν ή να εμποδιστούν απ’ το θυμό του κατά του Σάρουμαν. Μπορεί και να μάθει πως ήμουν εκεί και στάθηκα στα σκαλοπάτια του Όρθανκ — με χόμπιτ να με ακολουθούν. Ή ότι ο κληρονόμος του Έλεντιλ ζει και στεκόταν στο πλευρό μου. Αν ο Φιδόγλωσσος δεν μπερδεύτηκε απ’ την πανοπλία του Ρόαν, θα θυμάται τον Άραγκορν και τον τίτλο που διεκδίκησε. Και αυτό ακριβώς είναι που φοβάμαι. Κι έτσι τρέχουμε — όχι για ν’ αποφύγουμε τον κίνδυνο, αλλά για να βρεθούμε σε μεγαλύτερο. Κάθε βήμα του Ίσκιου σε φέρνει όλο και πιο κοντά στη Χώρα της Σκιάς, Πέρεγκριν Τουκ.
Ο Πίπιν δεν απάντησε, αλλά έσφιξε το μανδύα του, λες κι είχε κρυώσει ξαφνικά. Η γκρίζα γη έφευγε κάτω από τα πόδια τους.
— Δες τώρα! είπε ο Γκάνταλφ. Μπροστά μας ανοίγονται οι κοιλάδες του Γουέστφολντ. Εδώ επιστρέφουμε στον ανατολικό δρόμο. Η μαύρη σκιά εκεί πέρα είναι η είσοδος της Κοιλάδας του Φαραγγιού. Σ’ εκείνη τη μεριά βρίσκεται το Άγκλαροντ και οι Αστραφτερές Σπηλιές. Μη με ρωτήσεις γι’ αυτές. Ρώτησε τον Γκίμλι, αν συναντηθείτε ξανά κια, για πρώτη φορά, μπορεί να πάρεις απάντηση πιο μεγάλη απ’ ό,τι θα ήθελες. Δε θα δεις τις σπηλιές σ’ αυτό το ταξίδι. Σε λίγο θα βρίσκονται μακριά πίσω μας.
— Νόμισα πως σκόπευες να σταματήσεις στο Φαράγγι του Χελμ! είπε ο Πίπιν. Πού πας λοιπόν;
— Στη Μίνας Τίριθ, πριν την περικυκλώσουν οι θάλασσες του πολέμου.
— Ω! Και πόσο μακριά είναι;
— Λεύγες και λεύγες, απάντησε ο Γκάνταλφ. Τρεις φορές όσο ο δρόμος για το παλάτι του Βασιλιά Θέοντεν, κι αυτό είναι πάνω από εκατό μίλια ανατολικά από δω, όπως πετούν οι αγγελιαφόροι της Μόρντορ. Ο Ίσκιος θα πρέπει να κάνει περισσότερο δρόμο. Ποιος άραγε θ’ αποδειχτεί πιο γρήγορος;
»Θα ταξιδέψουμε τώρα ως την αυγή. δηλαδή αρκετές ώρες ακόμα. Ύστερα, ακόμα κι ο Ίσκιος πρέπει να ξεκουραστεί σε κάποια κοιλάδα στους λόφους: στο Έντορας ελπίζω. Κοιμήσου, αν μπορείς! Μπορεί να δεις το πρώτο φως της αυγής πάνω στη χρυσή στέγη της κατοικίας του Έορλ. Και ύστερα από δύο μέρες θα δεις την πορφυρένια σκιά του Βουνού Μιντολούιν και τα τείχη και τον πύργο του Ντένεθορ άσπρα στο φως του πρωινού.
»Τρέξε τώρα, Ίσκιε! Τρέξε, μεγαλόκαρδε, τρέξε όπως δεν έχεις ξανατρέξει άλλη φορά! Τώρα βρισκόμαστε στις περιοχές που γεννήθηκες και ξέρεις και την παραμικρή πέτρα. Τρέξε τώρα! Η ελπίδα βρίσκεται στην ταχύτητα!
Ο Ίσκιος τίναξε το κεφάλι του και χρεμέτισε δυνατά, σαν κάποια σάλπιγγα να τον είχε καλέσει στη μάχη. Ύστερα όρμησε μπροστά. Φωτιά έβγαζαν τα πόδια του· η νύχτα βούιζε γύρω του.
Καθώς τον έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος, ο Πίπιν είχε ένα παράξενο αίσθημα: αυτός κι ο Γκάνταλφ ήταν ακίνητοι σαν πέτρες, καθισμένοι στο άγαλμα ενός αλόγου που καλπάζει, ενώ ο κόσμος έφευγε κάτω από τα πόδια του κι ο άνεμος βούιζε δυνατά.
ΜΕΡΟΣ IV
Κεφάλαιο Ι
ΤΟ ΗΜΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΣΜΗΓΚΟΛ
— Λοιπόν, κύριε, τώρα σίγουρα μπλέξαμε για τα καλά, είπε ο Σαμ Γκάμγκη.
Στάθηκε αποθαρρημένος, με τους ώμους σκυφτούς πλάι στο Φρόντο και κοίταζε στη σκοτεινιά ζαρώνοντας τα μάτια.
Ήταν το τρίτο βράδυ από τότε που το ’χαν σκάσει από την Ομάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους — γιατί είχαν σχεδόν χάσει το μέτρημα των ωρών που στο πέρασμά τους είχαν σκαρφαλώσει και είχαν ξεθεωθεί στις γυμνές πλαγιές και στα κατσάβραχα του Έμιν Μιούιλ, άλλοτε γυρίζοντας πίσω, γιατί δεν μπορούσαν να βρουν δρόμο προς τα εμπρός, κι άλλοτε ανακαλύπτοντας πως είχαν χαθεί κάνοντας κύκλο κι είχαν επιστρέψει εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει ώρες πριν. Γενικά, όμως, είχαν προχωρήσει σταθερά με κατεύθυνση ανατολικά, ακολουθώντας, όσο πιο κοντά μπορούσαν να βρουν πέρασμα, την εξωτερική πλευρά αυτής της παράξενης και μπερδεμένης συστάδας λόφων. Πάντα, όμως, έβρισκαν τις εξωτερικές πλευρές απόκρημνες, ψηλές και αδιάβατες, να αγριοκοιτάζουν την πεδιάδα κάτω· εκεί που τέλειωναν οι κακοτράχαλοι πρόποδές τους απλώνονταν μαυροκίτρινοι κακοφορμισμένοι βάλτοι, όπου τίποτα δεν κουνιόταν και δε φαινόταν ούτε πουλί.
Οι χόμπιτ τώρα στέκονταν στην άκρη ενός ψηλού γκρεμού, γυμνού και πένθιμου, με τα πόδια του τυλιγμένα στην ομίχλη· και πίσω τους ανέβαιναν κακοτράχαλα υψώματα στεφανωμένα με περαστικά σύννεφα. Ένας ψυχρός άνεμος φυσούσε απ’ την Ανατολή. Η νύχτα πύκνωνε πάνω απ’ τις άμορφες περιοχές μπροστά τους· το αρρωστημένο τους πράσινο χρώμα έσβηνε και γινόταν σκυθρωπό καφέ. Δεξιά πέρα μακριά, ο Άντουιν που γυάλιζε πότε πότε σαν έσκαζε λίγος ήλιος τη μέρα, τώρα ήταν κρυμμένος στη σκιά. Αλλά τα μάτια τους δεν κοιτούσαν πέρα από τον Ποταμό, πίσω στην Γκόντορ, στους φίλους τους και στις χώρες των Ανθρώπων. Κοιτούσαν νότια κι ανατολικά, εκεί όπου, στην άκρη άκρη της νύχτας που ερχόταν, κρεμόταν μια σκοτεινή γραμμή, σαν μακρινά βουνά ασάλευτου καπνού. Και πότε πότε μια μικροσκοπική κόκκινη λάμψη αναβόσβηνε προς τα πάνω στην άκρη της γης και τ’ ουρανού.