— Μωρέ, μπλέξιμο! είπε ο Σαμ. Να ο μόνος τόπος, απ’ όσους έχουμε ακουστά, που δε θέλουμε να τον δούμε από πιο κοντά· κι αυτός είναι ο μόνος τόπος που προσπαθούμε να φτάσουμε! Κι εκεί ακριβώς είναι που δεν μπορούμε να πάμε, ό,τι κι αν κάνουμε. Καταπώς φαίνεται, έχουμε πάρει τελείως λάθος δρόμο. Δεν μπορούμε να κατεβούμε κάτω· μα κι αν τα καταφέρναμε, πάω στοίχημα πως θ’ ανακαλύψουμε πως όλος αυτός ο πράσινος τόπος δεν είναι παρά ένας απαίσιος Βάλτος. Πουφ! Σου μυρίζει;
Οσμίστηκε προς τη μεριά του αέρα.
— Ναι, μου μυρίζει, είπε ο Φρόντο — αλλά δεν κουνήθηκε και τα μάτια του έμειναν ακίνητα, κοιτάζοντας με προσοχή πέρα τη σκοτεινή γραμμή και τη φλόγα που αναβόσβηνε. Η Μόρντορ! μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του. Αν πρέπει να πάω εκεί, θα ’θελα να μπορούσα να πάω γρήγορα και να τελείωνα!
Αναρρίγησε. Ο άνεμος ήταν ψυχρός κι όμως βαρύς με μια οσμή παγωμένης σαπίλας.
— Λοιπόν, είπε τέλος, αποτραβώντας τη ματιά του, δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα, μπλέξιμο ξεμπλέξιμο. Πρέπει να βρούμε κάποιο μέρος πιο απάγκιο και να βολευτούμε γι’ άλλη μια φορά· κι ίσως μια άλλη μέρα να μας δείξει κάποιο μονοπάτι.
— Ή άλλη, ή παράλλη, μουρμούρισε ο Σαμ. Ή και καμιά. Πήραμε λάθος δρόμο.
— Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος, είπε ο Φρόντο. Είναι γραφτό μου, νομίζω, να πάω σ’ εκείνη τη Σκιά εκεί πέρα, γι’ αυτό θα βρεθεί κάποιος δρόμος. Αλλά θα ’ναι καλό ή κακό αυτό που θα μου τον δείξει; Όλες μας οι ελπίδες στηρίζονταν στην ταχύτητα. Η καθυστέρηση ευνοεί τον Εχθρό — και να ’μαι εγώ: αργοπορημένος. Μας κατευθύνει η θέληση του Μαύρου Πύργου; Ό,τι κι αν διάλεξα βγήκε σε κακό. Θα έπρεπε να είχα εγκαταλείψει την Ομάδα πολύ πιο πριν και να κατέβαινα από το Βοριά, ανατολικά του Ποταμού και του Έμιν Μιούιλ, απ’ το δύσβατο Κάμπο της Μάχης ως τα περάσματα της Μόρντορ. Αλλά τώρα δεν μπορούμε, εσύ κι εγώ, μοναχοί μας να βρούμε το δρόμο του γυρισμού και οι Ορκ παραμονεύουν στην ανατολική όχθη. Κάθε μέρα που περνάει είναι και μια πολύτιμη μέρα χαμένη. Είμαι κουρασμένος, Σαμ. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε. Πόσα τρόφιμα μας έχουν μείνει;
— Μονάχα αυτά, τα, πώς τα λένε, λέμπας, κύριε Φρόντο. Αρκετά. Είναι πάντως καλύτερα απ’ το τίποτα, οπωσδήποτε. Αν και ποτέ δε σκέφτηκα, όταν τα πρωτοδοκίμασα, πως θα έφτανα ποτέ μου να γυρέψω κάτι άλλο. Τώρα, όμως, ναι: ένα κομμάτι σκέτο ψωμί κι ένα κύπελλο — μωρέ, μισό κύπελλο — μπίρα θα κατέβαιναν μια χαρά. Κουβαλάω τα κατσαρολικά μου όλο το δρόμο από τότε που κατασκηνώσαμε για τελευταία φορά και μήπως μου χρησίμεψαν σε τίποτα; Και πρώτα πρώτα δεν έχει τίποτα για ν’ ανάψω φωτιά· και τίποτα να μαγειρέψω, ούτε καν χορτάρι!
Έστριψαν και κατέβηκαν σ’ ένα πέτρινο κοίλωμα. Ο ήλιος που κατέβαινε στη δύση μπερδεύτηκε στα σύννεφα και η νύχτα ήρθε γρήγορα. Κοιμήθηκαν όπως μπορούσαν, γιατί έκανε κρύο, στριφογυρίζοντας σε μια γωνιά ανάμεσα σε κάτι μεγάλες σπασμένες μύτες κάποιου πολυκαιρισμένου βράχου· τουλάχιστον ήταν προφυλαγμένοι απ’ τον ανατολικό άνεμο.
— Τα ξανάδες, κύριε Φρόντο; ρώτησε ο Σαμ, όπως κάθισαν, μουδιασμένοι και ξεπαγιασμένοι, μασουλώντας κομμάτια λέμπας, στο κρύο γκρίζο φως της αυγής.
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Δεν άκουσα και δεν είδα τίποτα δυο νύχτες τώρα.
— Ούτ’ εγώ, είπε ο Σαμ. Μπρρρ! Εκείνα τα μάτια μου ’κοψαν τη χολή! Μπορεί όμως και να του ξεφύγαμε επιτέλους, του άθλιου λαθρόβιου. Το Γκόλουμ! Θα το ’κανα εγώ να βελάξει γκόλουμ, αν έβαζα ποτέ τα χέρια μου στο λαιμό του.
— Ελπίζω πως ποτέ δε θα χρειαστεί να το κάνεις, είπε ο Φρόντο. Δεν ξέρω πώς μας ακολούθησε· αλλά ίσως να μας έχασε ξανά, όπως λες. Σ’ αυτή τη στεγνή και θλιβερή γη δεν μπορεί ν’ αφήνουμε και πολλά χνάρια, ούτε πολλή μυρωδιά, ακόμα και για τη μύτη του που όλο ρουθουνίζει.
— Ελπίζω να είναι έτσι, είπε ο Σαμ. Μακάρι να μπορούσαμε να το ξεφορτωθούμε μια για πάντα!
— Μακάρι, είπε ο Φρόντο, αλλά δεν είναι αυτό το κυριότερο πρόβλημά μου. Θα ’θελα να μπορούσαμε να φύγουμε απ’ αυτούς τους λόφους! Τους μισώ. Νιώθω γυμνός στην ανατολική πλευρά, κολλημένος εδώ χωρίς τίποτα εκτός από ερημωμένους κάμπους ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη τη Σκιά εκεί πέρα. Μέσα της υπάρχει ένα Μάτι. Έλα! Πρέπει να βρούμε τρόπο να κατεβούμε κάτω σήμερα.
Αλλά η μέρα προχώρησε κι όταν το απόγευμα χλώμιασε πλησιάζοντας δειλινό, αυτά ακόμα σκαρφάλωναν ακολουθώντας την κορυφογραμμή και δεν είχαν βρει δρόμο να ξεφύγουν.