Выбрать главу

Μερικές φορές στην ησυχία εκείνης της γυμνής χώρας φαντάζονταν πως άκουγαν αμυδρούς θορύβους πίσω τους, το πέσιμο κάποιας πέτρας ή το βήμα από πλατιά πόδια στο βράχο. Αν όμως σταματούσαν κι έμεναν ακίνητοι με στημένο αυτί, δεν άκουγαν πια τίποτα, τίποτα εκτός απ’ τον αγέρα ν’ αναστενάζει στις κόψεις των βράχων — όμως κι αυτό ακόμα τους θύμιζε ανάσα να σιγοσφυρίζει μέσ’ από κοφτερά δόντια.

Όλη εκείνη την ημέρα η εξωτερική κορυφογραμμή του Έμιν Μιούιλ έστριβε λίγο λίγο βορινά, όπως προχωρούσαν με κόπο. Στην άκρη του τώρα απλωνόταν ένα πλατύ κακοτράχαλο ίσωμα, όλο χαρακωμένα και πολυκαιρισμένα βράχια, που τόπους τόπους το έκοβαν νεροσυρμές σαν τάφροι που κατηφόριζαν απότομα κι έπεφταν από βαθιές πτυχές στον γκρεμό. Για να βρουν δρόμο ανάμεσα σ’ αυτές τις πτυχές, που γίνονταν όλο και πιο βαθιές και συχνές, ο Φρόντο κι ο Σαμ αναγκάστηκαν να πάνε πολλά μίλια αριστερά, πολύ μακριά απ’ την άκρη του γκρεμού, και δεν πρόσεξαν πως γι’ αρκετά μίλια τώρα κατηφόριζαν αργά, αλλά σταθερά — η λοφοκορφή κατέβαινε προς τα χαμηλώματα.

Τέλος, αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Η κορυφογραμμή έστριψε πιο απότομα βορινά και την έκοψε ένα βαθύτερο φαράγγι. Στην απέναντι πλευρά ορθωνόταν πάλι απότομα πολύ ψηλά, έτσι ώστε ένας τεράστιος γκρίζος γκρεμός υψωνόταν μπροστά τους, κομμένος ολόισια κάτω, σαν από μαχαίρι. Δεν μπορούσαν να πάνε άλλο μπροστά κι έπρεπε τώρα να στρίψουν είτε δυτικά είτε ανατολικά. Αλλά δυτικά θα είχαν μονάχα περισσότερο κόπο και καθυστέρηση, πηγαίνοντας πίσω προς την καρδιά των λόφων ανατολικά θα έβγαιναν στον εξωτερικό γκρεμό.

— Δε γίνεται τίποτ’ άλλο παρά να κατεβούμε αυτή τη ρεματιά, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Έλα να δούμε πού βγάζει!

— Σε κανέναν απαίσιο γκρεμό, πάω στοίχημα, είπε ο Σαμ.

Η ρεματιά ήταν μακρύτερη και βαθύτερη απ’ όσο έδειχνε. Αρκετά πιο κάτω βρήκαν μερικά ροζιασμένα και κολοβωμένα δέντρα, τα πρώτα που είχαν δει εδώ και μέρες — παραμορφωμένες σημύδες κυρίως και, πού και πού, κανένα έλατο. Πολλά ήταν νεκρά και κάτισχνα, φαγωμένα ως την καρδιά απ’ τους ανατολικούς ανέμους. Κάποτε, σε μέρες καλύτερες, θα έπρεπε να υπήρχε ένα όμορφο δασάκι στο φαράγγι, αλλά τώρα, ύστερα από πενήντα γιάρδες περίπου, τα δέντρα σταματούσαν, αν και παλιοί σπασμένοι κορμοί έφταναν αραιοί ως την άκρη σχεδόν του γκρεμού. Η κοίτη της ρεματιάς, που ακολουθούσε παράλληλα το χείλος μιας βαθιάς σχισμής του βράχου, ήταν ανώμαλη, γεμάτη κατσάβραχα και κατηφόριζε πολύ. Όταν, τέλος, έφτασαν στην άκρη της, ο Φρόντο έσκυψε και κοίταξε κάτω.

— Κοίτα! είπε. Ή θα πρέπει να έχουμε κατέβει πολύ, ή ο βράχος να έχει βουλιάξει. Εδώ είναι πολύ πιο χαμηλά απ’ ό,τι ήταν και φαίνεται ευκολότερο.

Ο Σαμ γονάτισε πλάι του και κοίταξε απρόθυμα κάτω από την άκρη. Ύστερα κοίταξε προς τα πάνω το μεγάλο γκρεμό, που σηκωνόταν ψηλά, πέρα αριστερά.

— Ευκολότερο! γρύλισε. Λοιπόν, φαντάζομαι πως είναι πάντα πιο εύκολο να κατεβαίνεις παρά ν’ ανεβαίνεις. Κι όσοι δεν πετάνε, μπορούν και πηδάνε!

— Πάντως δεν παύει να ’ναι μεγάλο πήδημα, είπε ο Φρόντο. Κάπου... — στάθηκε μια στιγμή μετρώντας την απόσταση με το μάτι —, κάπου εκατό πόδια, θα ’λεγα. Όχι παραπάνω.

— Κι αυτό φτάνει και περισσεύει! είπε ο Σαμ. Ουχ! Ούτε που θέλω να κοιτάζω κάτω από ψηλά! Αλλά καλύτερα να κοιτάζω παρά να κατεβαίνω!

— Όμως, είπε ο Φρόντο, νομίζω πως μπορούμε να κατεβούμε εδώ· και νομίζω πως θα πρέπει να προσπαθήσουμε. Δες — ο βράχος είναι εντελώς διαφορετικός απ’ ό,τι ήταν λίγα μίλια πιο πίσω. Έχει καθίσει κι έχει ραγίσει.

Η εξωτερική πλευρά πραγματικά δεν ήταν πια κατακόρυφη, αλλά έβγαινε προς τα έξω λιγάκι. Έμοιαζε σαν μεγάλη έπαλξη ή θαλάσσιος τοίχος, που τα θεμέλια του είχαν σαλέψει και η λιθοδομή του είχε μετακινηθεί, χάνοντας την ισορροπία της και αφήνοντας μεγάλες σχισμές και μακρουλές λοξές κόχες, που σε ορισμένα σημεία ήταν φαρδιές σαν σκαλοπάτια σχεδόν.

— Και αν πρόκειται να προσπαθήσουμε να κατεβούμε κάτω, καλά θα κάνουμε να προσπαθήσουμε αμέσως. Σκοτεινιάζει γρήγορα. Νομίζω πως έρχεται καταιγίδα.

Η καπνοθολούρα των βουνών στην Ανατολή είχε χαθεί σε μια βαθύτερη μαυρίλα που άπλωνε κιόλας μακριά χέρια προς τα δυτικά. Ακουγόταν ένα μακρινό μουρμουρητό από βροντές που ερχόταν με τον αέρα που σηκώθηκε. Ο Φρόντο οσμίστηκε τον αέρα και κοίταξε με αμφιβολία τον ουρανό ψηλά. Έδεσε τη ζώνη του πάνω από το μανδύα του και την έσφιξε, και τακτοποίησε το ελαφρύ του σακίδιο στην πλάτη του· ύστερα προχώρησε στην άκρη.

— Θα το προσπαθήσω, είπε.

— Πολύ καλά! είπε ο Σαμ πένθιμα. Αλλά εγώ θα πάω πρώτος.

— Εσύ; είπε ο Φρόντο. Τι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη για το κατέβασμα;