— Δεν άλλαξα γνώμη. Αλλά είναι λογικό να μπει χαμηλότερα αυτός που έχει τις πιο πολλές πιθανότητες να γλιστρήσει. Δε θέλω να πέσω από πάνω σου και να σε ρίξω κάτω — δεν υπάρχει λόγος να σκοτωθούν δύο μ’ ένα πέσιμο.
Πριν προλάβει να τον σταματήσει ο Φρόντο, κάθισε κάτω, κρέμασε τα πόδια του στην άκρη κι έστριψε, ψάχνοντας με τ’ ακροδάχτυλά του να βρει πάτημα. Είναι αμφίβολο αν έκανε ποτέ του κάτι πιο γενναίο έτσι εν ψυχρώ ή πιο απερίσκεπτο.
— Όχι, όχι! Σαμ, ανόητε! είπε ο Φρόντο. Σίγουρα θα σκοτωθείς κατεβαίνοντας έτσι, χωρίς να ρίξεις ούτε μια ματιά να δεις προς τα πού πας. Έλα πίσω! — έπιασε το Σαμ απ’ τις μασχάλες και τον τράβηξε πίσω πάλι. Τώρα, περίμενε λιγάκι κι έχε υπομονή! είπε.
Ύστερα ξάπλωσε στη γη, γέρνοντας και κοιτάζοντας κάτω· αλλά το φως φαινόταν να σβήνει γρήγορα, αν κι ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα.
— Νομίζω πως μπορούμε να το καταφέρουμε, είπε σε λίγο. Εγώ θα μπορούσα τουλάχιστον, κι εσύ το ίδιο, αν δεν τα χάσεις και μ’ ακολουθήσεις προσεκτικά.
— Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος, είπε ο Σαμ. Αφού δεν μπορείς ούτε να δεις ως κάτω μ’ αυτό το φως. Τι γίνεται αν φτάσεις κάπου, που δε θα έχεις πουθενά να βάλεις τα πόδια σου ή τα χέρια σου;
— Θα σκαρφαλώσω πίσω, φαντάζομαι, είπε ο Φρόντο.
— Εύκολο να το πεις, είχε αντίρρηση ο Σαμ. Καλύτερα να περιμένουμε ως το πρωί που θα έχει περισσότερο φως.
— Όχι! Εκτός και δεν μπορέσω να κάνω διαφορετικά, είπε ο Φρόντο, με μια ξαφνική παράξενη Βιαιότητα. Δε θέλω να χάνω ούτε ώρα ούτε λεπτό. Πάω κάτω να δοκιμάσω. Μη με ακολουθήσεις ώσπου να γυρίσω πίσω ή να σε φωνάξω!
Πιάνοντας σφιχτά το πέτρινο χείλος του γκρεμού με τα δάχτυλα του, άφησε τον εαυτό του να χαμηλώσει μαλακά ώσπου, όταν τα χέρια του ήταν σχεδόν τελείως τεντωμένα, τα δάχτυλα των ποδιών του βρήκαν μια προεξοχή.
— Ένα σκαλοπάτι πιο κάτω! είπε. Κι αυτή εδώ η προεξοχή πλαταίνει προς τα δεξιά. Θα μπορούσα να σταθώ εκεί δίχως να κρατιέμαι. Θα..., τα λόγια του κόπηκαν απότομα.
Το βιαστικό σκοτάδι, αυξάνοντας τώρα την ταχύτητά του, όρμησε απ’ την Ανατολή και κατάπιε τον ουρανό. Ακούστηκε το ξερό και διαπεραστικό κρακ ενός κεραυνού ακριβώς πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μια εκτυφλωτική αστραπή έπεσε πάνω στους λόφους. Ύστερα ακολούθησε μια ριπή άγριου άνεμου και μαζί της, ανακατεμένο στο βρυχηθμό της, ακούστηκε ένα οξύ διαπεραστικό ουρλιαχτό. Οι χόμπιτ είχαν ακούσει ένα ακριβώς παρόμοιο ξεφωνητό πέρα μακριά, στο Μάρις, τότε που έφευγαν απ’ το Χόμπιτον, κι ακόμα εκεί στα δάση του Σάιρ είχε κάνει το αίμα τους να παγώσει. Αλλά εδώ, στην ερημιά, η φρίκη που προκαλούσε ήταν πολύ πιο μεγάλη — τους διαπέρασε με παγωμένες μαχαιριές τρόμου κι απελπισίας, κόβοντάς τους την ανάσα και την καρδιά. Ο Σαμ έπεσε μπρούμυτα κάτω. Άθελά του ο Φρόντο άφησε το κράτημά του κι έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι και στ’ αυτιά του. Ταλαντεύτηκε, γλίστρησε και κύλησε προς τα κάτω βγάζοντας μια θρηνητική φωνή. Ο Σαμ τον άκουσε και σύρθηκε με κόπο ως την άκρη.
— Κύριε, κύριε! φώναξε. Κύριε!
Δεν άκουσε απάντηση. Κατάλαβε πως έτρεμε ολόκληρος, αλλά πήρε βαθιά αναπνοή και φώναξε γι’ άλλη μια φορά: «Κύριε!» Ο αέρας φαινόταν σαν να φυσούσε τη φωνή του πίσω στο λαρύγγι του, αλλά καθώς πέρασε μουγκρίζοντας κι ανηφορίζοντας μέσ’ απ’ τη ρεματιά κατά τους λόφους, μια ξέψυχη απάντηση έφτασε στ’ αυτιά του:
— Εντάξει, εντάξει! Εδώ είμαι. Αλλά δεν μπορώ να δω.
Ο Φρόντο φώναζε μ’ αδύναμη φωνή. Στην πραγματικότητα δεν ήταν πολύ μακριά. Είχε γλιστρήσει δίχως να πέσει κι είχε βρεθεί μ’ ένα τράνταγμα όρθιος σε μια φαρδύτερη προεξοχή όχι πολλές γιάρδες πιο κάτω. Ευτυχώς η όψη του βράχου σ’ εκείνο το σημείο έγερνε αρκετά προς τα μέσα κι ο αέρας τον είχε σπρώξει πάνω της έτσι, ώστε δεν είχε πέσει από την άλλη μεριά. Βρήκε την ισορροπία του καλύτερα, ακουμπώντας το πρόσωπό του πάνω στην παγωμένη πέτρα, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Αλλά, ή το σκοτάδι είχε γίνει πίσσα ή τα μάτια του είχαν χάσει το φως τους. Όλα ήταν μαύρα γύρω του. Αναρωτήθηκε μήπως είχε τυφλωθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
— Έλα πίσω! Έλα πίσω! άκουσε τη φωνή του Σαμ κάπου ψηλότερα μες στο σκοτάδι.
— Δεν μπορώ, είπε. Δε βλέπω. Δεν μπορώ να πιαστώ από πουθενά. Ούτε να κουνηθώ δεν μπορώ ακόμα.
— Τι μπορώ να κάνω εγώ, κύριε Φρόντο; Τι να κάνω; ξεφώνισε ο Σαμ, γέρνοντας επικίνδυνα προς τα έξω.
Γιατί δεν μπορούσε να δει ο κύριός του; Ήταν θαμπά, βέβαια, αλλά όχι και τόσο σκοτεινά. Μπόρεσε να δει το Φρόντο χαμηλότερα, μια γκρίζα έρημη μορφή κολλημένη απλωτά στο βράχο. Αλλά ήταν πολύ πιο μακριά από οποιοδήποτε χέρι βοηθείας.
Ακούστηκε κι άλλος κεραυνός· κι ύστερα ήρθε η βροχή. Εκτυφλωτική, ανακατεμένη με χαλάζι, έπεφτε ορμητικά πάνω στο βράχο, παγωμένη.