Выбрать главу

—  Έρχομαι κάτω, φώναξε ο Σαμ, αν και πώς έλπιζε να βοηθήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν ήξερε ούτε ο ίδιος.

— Όχι, όχι! Περίμενε! φώναξε ο Φρόντο πιο δυνατά τώρα. Σε λίγο θα ’μαι καλύτερα. Νιώθω κιόλας καλύτερα. Περίμενε! Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα δίχως σκοινί.

— Σκοινί! ξεφώνισε ο Σαμ, παραμιλώντας ξέφρενα απ’ την ταραχή και την ανακούφισή του. Μωρέ, μου αξίζει να με κρεμάσουν απ’ την άκρη του για μάθημα σ’ όλους τους αφηρημένους! Δεν είσαι τίποτ’ άλλο παρά βλάκας με περικεφαλαία, Σαμ Γκάμγκη: αυτό μου το ’λεγε ο Γέρος μου συχνά πυκνά, ήταν η κουβέντα του. Σκοινί!

— Σταμάτα την πολυλογία! φώναξε ο Φρόντο, που τώρα είχε συνέλθει αρκετά, ώστε να νιώθει ταυτόχρονα ενοχλημένος κι έτοιμος να βάλει τα γέλια. Άσε τώρα το Γέρο σου! Προσπαθείς να πεις στον εαυτό σου πως έχεις σκοινί στην τσέπη σου; Αν ναι, βγάλ’ το έξω!

— Ναι, κύριε Φρόντο, στο σακίδιό μου μαζί μ’ όλα τ’ άλλα. Το κουβαλάω μίλια και μίλια και το ’χα εντελώς ξεχασμένο!

— Τότε κουνήσου και ρίξε τη μια άκρη κάτω!

Γρήγορα ο Σαμ ξεφορτώθηκε το σακίδιο του και το έψαξε. Και πραγματικά, κάτω κάτω είχε μια κουλούρα απ’ το γκριζομέταξο σκοινί, που είχαν φτιάξει τα Ξωτικά του Λόριεν. Έριξε τη μια του άκρη στον αφέντη του. Το σκοτάδι φάνηκε να ξανοίγει στα μάτια του Φρόντο, ή αλλιώς γύριζε πίσω το φως του. Μπορούσε να δει το γκρίζο σκοινί όπως κρεμόταν κατεβαίνοντας και είχε την εντύπωση πως είχε μια αμυδρή ασημένια γυαλάδα. Τώρα που είχε κάποιο σημείο στο σκοτάδι να καρφώσει τα μάτια του, ένιωθε λιγότερο ίλιγγο. Γέρνοντας το βάρος του μπροστά, έδεσε την άκρη γύρω από τη μέση του κι ύστερα έπιασε σφιχτά το σκοινί και με τα δυο του χέρια.

Ο Σαμ πισωπάτησε και στερέωσε τα πόδια του σ’ ένα κουτσουρεμένο κορμό μια δυο γιάρδες πιο πίσω απ’ την άκρη. Με τη βοήθεια του Σαμ και μισοσκαρφαλώνοντας, ο Φρόντο ανέβηκε πάνω και σωριάστηκε καταγής.

Πιο μακριά βροντές μούγκριζαν και αντηχούσαν υπόκωφα κι εξακολουθούσε να ρίχνει βροχή με το τσουβάλι. Οι χόμπιτ σύρθηκαν πίσω στη ρεματιά· αλλά δε βρήκαν και σπουδαίο καταφύγιο εκεί. Ρυάκια νερό άρχισαν να κατεβαίνουν γρήγορα φούσκωσαν κι έτρεχαν ορμητικά αφρίζοντας στα βράχια και χύνονταν στον γκρεμό σαν υδρορρόες κάποιας τεράστιας στέγης.

— Θα είχα μισοπνιγεί εκεί κάτω ή θα είχα παρασυρθεί εντελώς, είπε ο Φρόντο. Ήμασταν τυχεροί που είχες εκείνο το σκοινί!

— Θα ’μασταν πιο τυχεροί ακόμα αν το ’χα σκεφτεί γρηγορότερα, είπε ο Σαμ. Μπορεί και να θυμάσαι που μας έβαλαν σκοινιά στις βάρκες, σαν ξεκινούσαμε από τη χώρα των Ξωτικών. Μου έκαναν εντύπωση και φύλαξα μια κουλούρα στο σακίδιό μου. Μου φαίνεται λες και το ’κανα χρόνια πριν. «Μπορεί να βοηθήσει σε πολλές ανάγκες», είπε ο Χάλντιρ ή κάποιος απ’ αυτούς. Κι είχε μεγάλο δίκιο.

— Κρίμα που δε σκέφτηκα να φέρω κι εγώ ένα κομμάτι, είπε ο Φρόντο· αλλά εγκατέλειψα την Ομάδα με μεγάλη βιασύνη και σύγχυση. Αν είχαμε αρκετό, θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε για να κατεβούμε. Πόσο μακρύ είναι το σκοινί σου, άραγε;

Ο Σαμ το ξετύλιξε αργά μετρώντας το με το μάκρος των χεριών του:

— Πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα, τριάντα εφτά γιάρδες, πάνω κάτω, είπε.

— Ποιος να το ’λεγε! θαύμασε ο Φρόντο.

— Ναι! Ποιος; είπε ο Σαμ. Τα Ξωτικά είναι θαυμάσια πλάσματα. Δείχνει λεπτό, αλλά είναι γερό· και μαλακό σαν μετάξι στο χέρι. Τυλιγμένο πιάνει λίγο χώρο κι είναι ελαφρό σαν πούπουλο. Θαυμάσια πλάσματα, μα την αλήθεια!

— Τριάντα εφτά γιάρδες! είπε ο Φρόντο υπολογίζοντας. Πιστεύω πως θα ’ναι αρκετό. Αν η καταιγίδα περάσει πριν νυχτώσει, θα δοκιμάσω.

— Η βροχή έχει σχεδόν κιόλας σταματήσει, είπε ο Σαμ· αλλά μην πας να κάνεις τίποτα επικίνδυνο στο μισοσκόταδο ξανά, κύριε Φρόντο! Κι αν εσύ έχεις συνέρθει από κείνο το ουρλιαχτό στον αέρα, εγώ δεν έχω ακόμα: Έμοιαζε Μαύρος Καβαλάρης — αλλά στον αέρα ψηλά, αν μπορούν να πετούν. Εγώ νομίζω πως το πιο καλό που έχουμε να κάνουμε είναι να βολευτούμε σ’ αυτή την κόχη, ώσπου να περάσει η νύχτα.

— Κι εγώ νομίζω πως δε θα περάσω στιγμή παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζομαι, ακινητοποιημένος σ’ αυτή την άκρη με τα μάτια της Μαύρης Χώρας να κοιτάνε πάνω απ’ τους βάλτους, είπε ο Φρόντο.

Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε και κατέβηκε ξανά στο βάθος της ρεματιάς. Κοίταξε προς τα έξω. Ο ουρανός ξάνοιγε στην Ανατολή γι’ άλλη μια φορά. Οι άκρες της καταιγίδας σηκώνονταν, κουρελιασμένες και βρεγμένες και η κυρίως κακοκαιρία είχε περάσει για ν’ απλώσει τα μεγάλα φτερά της πάνω απ’ το Έμιν Μιούιλ, που πάνω του η σκοτεινή σκέψη του Σόρον φώλιασε για λίγο. Από κει έστριψε και χτύπησε την Κοιλάδα του Άντουιν με χαλάζι κι αστραπές κι έριξε τη σκιά της πάνω στη Μίνας Τίριθ απειλώντας πόλεμο. Ύστερα, χαμηλώνοντας στα βουνά και συμμαζεύοντας τους μεγάλους της τρούλους, κύλησε οργά πάνω απ’ την Γκόντορ και τα σύνορα του Ρόαν, ώσπου μακριά οι Καβαλάρηδες στην πεδιάδα είδαν τους μαύρους πύργους της να τρέχουν πίσω απ’ τον ήλιο, όπως κάλπαζαν κατά τη Δύση. Αλλά εδώ, κάνω απ’ την έρημο και τα δύσοσμα έλη, ο βαθύς γαλάζιος ουρανός του δειλινού καθάρισε ξανά και λίγα χλωμά αστέρια φάνηκαν, σαν μικρές άσπρες τρύπες στο θόλο πάνω απ’ το μισοφέγγαρο.