Ο Σαμ δε γέλασε.
— Μπορεί να μην είμαι πολύ καλός στην ορειβασία, κύριε Φρόντο, είπε σε πληγωμένο τόνο, αλλά όλο και κάτι ξέρω κι εγώ από σκοινιά και κόμπους. Το ’χουμε στην οικογένεια, μπορείς να πεις. Να, ο προπάππος μου κι ο θείος μου ο Άντι, αυτός που ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Γέρου, είχε σκοινάδικο στον Κανναβότοπο για πολλά χρόνια. Κι έδεσα τέτοιο γερό κόμπο στο κούτσουρο, όσο ο καθένας, στο Σάιρ ή κι έξω απ’ αυτό.
— Τότε, το σκοινί θα ’σπασε — θα τρίφτηκε στην κόψη του βράχου, φαντάζομαι, είπε ο Φρόντο.
— Πάω στοίχημα πως όχι! είπε ο Σαμ σε ακόμα πιο πληγωμένο τόνο. Έσκυψε κι εξέτασε τις άκρες. Όχι, ούτε έτσι έγινε. Ούτε μια κλωστίτσα!
— Τότε φοβάμαι πως έφταιγε ο κόμπος, είπε ο Φρόντο.
Ο Σαμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και δεν απάντησε. Περνούσε το σκοινί ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του συλλογισμένος.
— Λέγε ό,τι θέλεις, κύριε Φρόντο, είπε τέλος, αλλά εγώ νομίζω πως το σκοινί λύθηκε μοναχό του — όταν το κάλεσα.
Το τύλιξε και το φύλαξε με αγάπη στο σακίδιό του.
— Το σίγουρο είναι πως λύθηκε, είπε ο Φρόντο, κι αυτό είναι το κυρίοτερο. Αλλά τώρα πρέπει να σκεφτώ την επόμενη κίνησή μας. Γρήγορα μας φτάνει η νύχτα. Πόσο ωραία είναι τ’ αστέρια και το Φεγγάρι!
— Σου ζεσταίνουν την καρδιά, δεν είν’ έτσι; είπε ο Σαμ κοιτάζοντας ψηλά. Μοιάζουν κάπως ξωτικά. Και το Φεγγάρι γεμίζει. Δεν το ’δαμε κάνα δυο βραδιές μ’ αυτόν το συννεφιασμένο καιρό. Αρχίζει να δίνει αρκετό φως.
— Ναι, είπε ο Φρόντο, αλλά θέλει κάμποσες μέρες ως την πανσέληνο. Δε νομίζω πως θα δοκιμάσουμε να μπούμε στους βάλτους με το φως του μισοφέγγαρου.
Με τις πρώτες σκιές της νύχτας ξεκίνησαν για την επόμενη φάση του ταξιδιού τους. Ύστερα από λίγο ο Σαμ έστριψε και κοίταξε πίσω εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Η εκβολή της ρεματιάς ήταν ένα μαύρο βούλιαγμα στο μισοσκότεινο γκρεμό.
— Χαίρομαι που έχουμε το σκοινί, είπε. Σίγουρα αφήσαμε ένα αινιγματάκι για κείνον τον κλεφταράκο. Άσ’ το να δοκιμάσει τα θρομοπλατσοπόδαρά του σ’ εκείνες τις προεξοχές.
Προχωρούσαν προσεκτικά ξεμακραίνοντας απ’ τη βάση του γκρεμού, ανάμεσα σε μια ζούγκλα από κοτρόνια και κατσάβραχα, βρεγμένα και γλιστερά απ’ τη δυνατή βροχή. Η γη εξακολουθούσε να κατηφορίζει απότομα. Δεν είχαν πάει μακριά, όταν έφτασαν σε μια μεγάλη σχισμή που βρέθηκε ξαφνικά να χάσκει μαύρη μπροστά στα πόδια τους. Δεν ήταν πολύ φαρδιά, ήταν όμως υπερβολικά φαρδιά για να την περάσουν πηδώντας στο θαμπό φως. Νόμισαν πως μπορούσαν ν’ ακούσουν νερό να ροχθίζει στα βάθη της. Έστριβε βορινά στ’ αριστερά τους, πίσω κατά τους λόφους, κι έτσι τους έκοβε το δρόμο σ’ εκείνη την κατεύθυνση, τουλάχιστον όσο κρατούσε το σκοτάδι.
— Καλύτερα να δοκιμάσουμε να πάμε πίσω, νότια, παράλληλα με τον γκρεμό, νομίζω, είπε ο Σαμ. Μπορεί να βρούμε καμιά γωνιά ή και καμιά σπηλιά ή κάτι τέτοιο.
— Μάλλον έτσι πρέπει, είπε ο Φρόντο. Είμαι κουρασμένος και δε νομίζω πως μπορώ να σκαρφαλώνω στα βράχια για πολλή ώρα ακόμα, απόψε — αν και δεν τη θέλω την καθυστέρηση. Μακάρι να υπήρχε ένα ξεκάθαρο μονοπάτι μπροστά μας — τότε θα προχωρούσα ώσπου να μ’ εγκατέλειπαν τα πόδια μου.
Δεν ήταν καλύτερη η πορεία στα κακοτράχαλα ριζά του Έμιν Μιούιλ. Ούτε ο Σαμ βρήκε καμιά γωνιά ή τρύπα για να απαγκιάσουν: μονάχα τις γυμνές πέτρινες πλαγιές του συνοφρυωμένου γκρεμού που τώρα υψωνόταν πάλι, ψηλότερος και πιο απόκρημνος καθώς γύριζαν πίσω. Τέλος, κατάκοποι, έπεσαν έτσι κάτω στη γη στο απάνεμο μέρος ενός μεγάλου βράχου, που ήταν πεσμένος όχι μακριά απ’ τα πόδια του γκρεμού. Εκεί κάθισαν για αρκετή ώρα στιμωγμένοι θλιβερά, κοντά κοντά, στην κρύα πέτρινη νύχτα, ενώ ο ύπνος σύρθηκε πάνω τους παρ’ όλα όσα έκαναν να τον κρατήσουν μακριά. Το φεγγάρι τώρα ταξίδευε ψηλά και λαμπερά. Το λεπτό άσπρο φως του φώτιζε τις όψεις των βράχων και έλουζε τους παγωμένους και συνοφρυωμένους τοίχους του γκρεμού, μετατρέποντας όλη την πλατιά ορθωμένη σκοτεινιά μ’ ένα παγωμένο γκρίζο χρώμα σημαδεμένο με μαύρες σκιές.
— Λοιπόν! είπε ο Φρόντο και σηκώθηκε όρθιος, τραβώντας το μανδύα του πιο σφιχτά πάνω του. Κοιμήσου λίγο, Σαμ, και πάρε την κουβέρτα μου. Θα περπατήσω πάνω κάτω φρουρώντας για λίγο.
Ξαφνικά κοκάλωσε και σκύβοντας άρπαξε το Σαμ από το μπράτσο.
— Τι είναι αυτό; ψιθύρισε. Κοίταξε εκεί πέρα στον γκρεμό!
Ο Σαμ κοίταξε και ρούφηξε την ανάσα του ανάμεσα απ’ τα δόντια του.
— Σσσς! είπε. Να τι είναι. Είναι εκείνο το Γκόλουμ! Οχιές κι αστρίτες! Και να σκεφτείς πως νόμιζα ότι θα το μπερδέψουμε με την ορειβασία μας! Να το! Σαν απαίσια αράχνη που σέρνεται στον τοίχο.
Στην όψη του γκρεμού, που ήταν κάθετος και σχεδόν έδειχνε λείος στο χλωμό φεγγαρόφωτο, μία μικρή μαύρη μορφή προχωρούσε με τα ισχνά της άκρα απλωτά. Μπορεί τα μαλακά και σαν βεντούζες δάχτυλά της να έβρισκαν σχισμές και πιασίματα που κανένας χόμπιτ δε θα μπορούσε ποτέ να δει ούτε να χρησιμοποιήσει, πάντως φαινόταν σαν να κατέβαινε σερνάμενη πάνω σε πατούσες με κόλλα, σαν κάποιο μεγάλο έντομο που είχε βγει αναζητώντας λεία. Και κατέβαινε με το κεφάλι μπροστά, λες και μυριζόταν το δρόμο του. Πότε πότε σήκωνε το κεφάλι του αργά και το έστριβε πίσω εντελώς πάνω στο μακρύ κοκαλιάρικο λαιμό του και οι χόμπιτ είδαν μια στιγμή δυο μικρά χλωμά γυαλιστερά φωτάκια, τα μάτια του, που ανοιγόκλεισαν στο φεγγάρι για μια στιγμή κι ύστερα τα ’κρυψαν γρήγορα τα βλέφαρά τους πάλι.