Выбрать главу

— Νομίζεις πως μπορεί να μας δει; είπε ο Σαμ.

— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο σιγανά, δε νομίζω όμως. Είναι δύσκολο ακόμα και για μάτια φίλων να δουν τους ξωτικομανδύες — εγώ και δεν μπορώ να σε δω στη σκιά λίγα βήματα πιο πέρα. Κι έχω ακουστά πως δεν του αρέσουν ούτε ο Ήλιος ούτε το Φεγγάρι.

— Τότε, γιατί κατεβαίνει εδώ ακριβώς; ρώτησε ο Σαμ.

— Ήσυχα, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Μας μυρίζεται, ίσως. Και μπορεί κι ακούει τόσο καλά, όσο και τα Ξωτικά, πιστεύω. Νομίζω πως άκουσε κάτι τώρα — τις φωνές μας πιθανότατα. Φωνάζαμε πολύ εκεί πίσω· και ακόμα και τώρα πριν ένα λεπτό κουβεντιάζαμε πολύ δυνατά.

— Πάντως, το ’χω σιχαθεί, είπε ο Σαμ. Κατά τη γνώμη μου, πολύ μας έρχεται κοντά και, αν μπορέσω, θα του πω δυο σταράτες κουβεντούλες. Δε φαντάζομαι να μπορούμε να του ξεφύγουμε τώρα, έτσι κι αλλιώς.

Τραβώντας την γκρίζα κουκούλα του χαμηλά στο πρόσωπό του, ο Σαμ σύρθηκε προσεκτικά κατά τον γκρεμό!

— Πρόσεχε! ψιθύρισε ο Φρόντο πίσω του. Μην το τρομάξεις! Είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι φαίνεται.

Η μαύρη σερνάμενη σιλουέτα ήταν τώρα κατά τα τρία τέταρτα κατεβασμένη σε απόσταση κάπου πενήντα πόδια ή και λιγότερο απ’ τη βάση του γκρεμού. Συσπειρωμένοι κι ακίνητοι σαν αγάλματα στη σκιά ενός μεγάλου βράχου οι χόμπιτ το παρακολουθούσαν. Έδειχνε ή πως είχε φτάσει σε κάποιο δύσκολο σημείο ή πως το απασχολούσε κάτι. Το άκουγαν να ρουθουνίζει και πότε πότε ακουγόταν ένα άγριο σφύριγμα της ανάσας του που έμοιαζε με βρισιά. Σήκωσε το κεφάλι του και τους φάνηκε πως τ’ άκουσαν να φτύνει. Προχώρησε ξανά. Τώρα μπορούσαν ν’ ακούν τη φωνή του να τρίζει και να σφυρίζει.

«Αχ, σσς! Πρόσεχε, πολύτιμό μου! Πολλή βιάση, λίγη γρηγοράδα. Δεν πρέπει να διακινδυνέψουμε τη ζωή μαςς, ναι, πολύτιμό μου; Όχι, πολύτιμο — γκόλουμ!» Σήκωσε το κεφάλι του ξανά, ανοιγόκλεισε τα μάτια του στο φεγγάρι και τα ’κλεισε γρήγορα. «Το μισσσούμε», σφύριξε. «Απαίσσιο, απαίσσιο, ανατριχιασστικό φωςς είναι — σσς — μαςς κατασσκοπεύει, πολύτιμο — μαςς πονάει τα μάτια.»

Χαμήλωνε τώρα και τα σφυρίγματα του γίνονταν οξύτερα και πιο ξεκάθαρα. «Πού είναι; Πού είναι: το Πολύτιμο μου, το Πολύτιμό μου; Είναι δικό μαςς, είναι, και το θέλουμε. Οι κλέφτεςς, οι κλέφτεςς, οι βρομεροί κλέφταροι. Πού να ’ναι με το Πολύτιμο μου; Καταραμένοι να ’ναι! Τουςς μισσούμε!»

— Δε φαίνεται να ξέρει πως είμαστε εδώ, τι λες; ψιθύρισε ο Σαμ. Και ποιο είναι το Πολύτιμό του; Μήπως το...

— Σουτ! ανάσανε ο Φρόντο. Πλησιάζει τώρα κοντά, τόσο κοντά που ν’ ακούει και ψίθυρο.

Πραγματικά το Γκόλουμ είχε πάλι ξαφνικά σταματήσει και το μεγάλο κεφάλι στον ισχνό λαιμό του πήγαινε πέρα δώθε, λες κι αφουγκραζόταν. Τα χλωμά μάτια του ήταν μισάνοιχτα. Ο Σαμ συγκρατήθηκε, αν και πήγε να σηκώσει χέρι. Τα μάτια του, γεμάτα θυμό κι αηδία, ήταν καρφωμένα στο άθλιο πλάσμα που άρχισε τώρα να προχωρεί ξανά, συνεχίζοντας να ψιθυρίζει και να σφυρίζει μοναχό του.

Τέλος, δεν απείχε πάνω από καμιά δωδεκαριά πόδια απ’ τη γη, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Από εκείνο το σημείο έπεφτες κατακόρυφα, γιατί ο γκρεμός υποχωρούσε ελαφρά προς τα μέσα, που ακόμα και το Γκόλουμ δεν μπορούσε να βρει από πουθενά να πιαστεί. Έδειχνε να προσπαθεί να στρίψει, ώστε να πέσει με τα πόδια, όταν ξαφνικά, με μια σφυριχτή τσιριξιά, έπεσε. Την ώρα που έπεφτε, κουλούρια-σε τα χέρια και τα πόδια του γύρω του, σαν την αράχνη που της κόβεται η κλωστή που κατέβαινε.

Ο Σαμ βγήκε απ’ την κρυψώνα του σαν αστραπή και διέσχισε την απόσταση, ανάμεσα σ’ αυτόν και στη βάση του γκρεμού, με δυο πήδους. Πριν προλάβει να σηκωθεί το Γκόλουμ, αυτός βρισκόταν από πάνω του. Αλλά διαπίστωσε πως το Γκόλουμ ήταν πιο δυνατό απ’ ό,τι υπολόγιζε, ακόμα κι έτσι, ξαφνικά και δίχως να το περιμένει μετά το πέσιμο. Πριν το καλοπιάσει ο Σαμ, μακριά χέρια και πόδια τυλίχτηκαν γύρω του ακινητοποιώντας τα χέρια του με μια ασφυκτική λαβή, μαλακή, αλλά φοβερά δυνατή, που τον συμπίεζε σαν σκοινιά που τα σφίγγουν αργά αργά· γλινερά δάχτυλα έψαχναν για το λαιμό του. Ύστερα δόντια κοφτερά δάγκωσαν τον ώμο του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χτυπάει το σκληρό στρογγυλό του κεφάλι με το πλάι στο πρόσωπο του Γκόλουμ. Το Γκόλουμ σφύριξε κι έφτυσε, αλλά δεν τον άφησε.