Выбрать главу

Τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί άσχημα για το Σαμ, αν ήταν μοναχός του. Αλλά ο Φρόντο τινάχτηκε πάνω και τράβηξε το Κεντρί απ’ το θηκάρι του. Με τ’ αριστερό του χέρι τράβηξε πίσω το κεφάλι του Γκόλουμ απ’ τα λιγοστά λιγδιασμένα μαλλιά του, τεντώνοντάς του το μακρύ του λαιμό κι αναγκάζοντας τα χλωμά, όλο δηλητήριο, μάτια του να κοιτάξουν τον ουρανό.

— Άφησέ τον, Γκόλουμ! είπε. Τούτο είναι το Κεντρί. Το έχεις ξαναδεί μια φορά παλιά. Άφησέ τον, ειδαλλιώς αυτή τη φορά θα το δοκιμάσεις! Θα σου κόψω το λαιμό.

Το Γκόλουμ κατέρρευσε και χαλάρωσε σαν βρεγμένο κορδόνι. Ο Σαμ σηκώθηκε, ψηλαφώντας τον ώμο του. Τα μάτια του σιγόκαιγαν απ’ το θυμό, αλλά δεν μπορούσε να πάρει εκδίκηση — ο αξιοθρήνητος εχθρός του κυλιόταν στις πέτρες και ψευτόκλαιγε.

— Μη μας κάνεις κακό! Μην τους αφήσεις να μας κάνουν κακό, πολύτιμο! Δε θα μας πειράξουν, έτσι, οι καλοί μικροί μας χομπιτούληδες; Δε θέλαμε να κάνουμε κανένα κακό, αλλά μας ορμήξανε σαν τις γάτες στα κακόμοιρα τα ποντίκια, ναι, σου λέω, πολύτιμο. Κι εμείς είμαστε τόσο μόνοι, γκόλουμ. Θα τους φερθούμε καλά. πολύ καλά, αν είναι καλοί μ’ εμάς, έτσι δεν είναι, μάλισστα, μάλισστα.

— Λοιπόν, τι να το κάνουμε; είπε ο Σαμ. Να το δέσουμε, για να μην μπορεί να ης κρυφοπαίρνει από πίσω πια, λέω εγώ.

— Αυτό όμως θα ’ναι ο θάνατός μας, ο θάνατός μας, μυξόκλαιγε το Γκόλουμ. Σκληροί χομπιτούληδες. Να μας δέσουν στους κρύους και άγριους τόπους και να μας αφήσουν, γκόλουμ, γκόλουμ.

Λυγμοί ανάβλυσαν απ’ το γλουγλουκιστό λαιμό του.

— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αν το σκοτώσουμε, πρέπει να το κάνουμε αμέσως. Αλλά δεν μπορούμε, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα τώρα. Το κακόμοιρο! Δε μας έχει κάνει κανένα κακό.

— Εμένα μου λες! είπε ο Σαμ τρίβοντας τον ώμο του. Πάντως το είχε σκοπό, και το έχει σκοπό, πάω στοίχημα. Να μας καρυδώσει στον ύπνο μας, αυτό είναι το σχέδιό του.

— Μπορεί να ’ναι κι έτσι, είπε ο Φρόντο. Αλλά το τι σκοπεύει να κάνει είναι άλλη υπόθεση.

Σταμάτησε για λίγο συλλογισμένος. Το Γκόλουμ καθόταν ακίνητο, αλλά σταμάτησε να κλαψουρίζει. Ο Σαμ στεκόταν από πάνω του αγριωπά.

Του φάνηκε του Φρόντο πως άκουγε, πολύ καθαρά, αλλά μακρινά, φωνές από το παρελθόν:

Τι κρίμα που ο Μπίλμπο δεν το μαχαίρωσε το απαίσιο πλάσμα, τότε που είχε την ευκαιρία!

Κρίμα; Ήταν Λύπηση που συγκράτησε το χέρι τον. Λύπηση και Έλεος — να μη χτυπήσει δίχως να είναι ανάγκη.

Δε νιώθω την παραμικρή λύπηση για το Γκόλουμ. Του αξίζει ο θάνατος.

Του αξίζει ο θάνατος! Βέβαια, του αξίζει. Πολλοί που ζουν αξίζουν το θάνατο. Και μερικοί πεθαίνουν που αξίζουν τη ζωή. Μπορείς να τους τη δώσεις; Τότε μην είσαι πολύ πρόθυμος να δώσεις το θάνατο, εν ονόματι της δικαιοσύνης, επειδή φοβάσαι για τη δική σου ασφάλεια. Ακόμα και οι σοφοί δεν μπορούν να δουν όλες τις εξελίξεις.

— Πολύ καλά, απάντησε μεγαλόφωνα, κατεβάζοντας το σπαθί του. Πάντως εξακολουθώ να φοβάμαι. Κι όμως, καθώς βλέπεις, δε θα το αγγίξω αυτό το πλάσμα. Γιατί, τώρα που το βλέπω, το λυπάμαι πραγματικά.

Ο Σαμ κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον κύριό του, που φαινόταν να κουβεντιάζει με κάποιον που δεν ήταν εκεί. Το Γκόλουμ ανασήκωσε το κεφάλι του.

— Μάλισστα, αξιοθρήνητοι, πολύτιμο, κλαψούρισε. Συφορά, συφορά! Οι χόμπιτ δε θα μας σκοτώσουν, οι καλοί χομπιτούληδες.

—  Όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά ούτε και θα σ’ αφήσουμε να φύγεις. Είσαι κακό ως το κόκαλο κι όλο διάθεση να κάνεις κακό, Γκόλουμ. Θα πρέπει μόνο να ’ρθεις μαζί μας, για να σε προσέχουμε. Αλλά θα πρέπει να μας βοηθήσεις, αν μπορείς. Γιατί το καλό που σου κάνουν χρειάζεται ανταπόδοση.

— Μάλισστα, μάλισστα, θεθαíωςς, είπε το Γκόλουμ ανακαθίζοντας. Καλοί χόμπιτ! Θα πάμε μαζί τους. Να τους βρίσκουμε ασφαλισμένα μονοπάτια στο σκοτάδι, ναι, αυτό θα κάνουμε. Και πού πηγαίνουν σ’ αυτούς τους παγωμένους κι άγριους τόπους; Εμείς απορούμε, ναι, εμείς απορούμε.

Τους κοίταξε κι ένα αμυδρό, πονηρό φως όλο επιθυμία τρεμόσβησε για μια στιγμή στα χλωμά πεταριστά του μάτια.

Ο Σαμ το αγριοκοίταξε και ρούφηξε αέρα ανάμεσα απ’ τα δόντια του· αλλά φαινόταν να νιώθει πως υπήρχε κάτι παράξενο στη στάση του κυρίου του και πως η υπόθεση δε σήκωνε κουβέντα. Πάντως είχε μείνει κατάπληκτος απ’ την απάντηση του Φρόντο.

Ο Φρόντο κοίταξε το Γκόλουμ ίσια στα μάτια κι αυτό δείλιασε και αποτραβήχτηκε.

— Αυτό το ξέρεις ή το μαντεύεις αρκετά καλά, Σμήγκολ, είπε ήσυχα κι αυστηρά. Πηγαίνουμε στη Μόρντορ, φυσικά. Κι εσύ, πιστεύω, ξέρεις το δρόμο.