Выбрать главу

— Αχ! σσς! είπε το Γκόλουμ, κλείνοντας τ’ αυτιά του — λες και τέτοια ειλικρίνεια και η ανοιχτή αναφορά ονομάτων να το πλήγωνε. Μαντέψαμε, ναι, μαντέψαμε, ψιθύρισε· και δε θέλαμε να πάνε, θέλαμε; Οχι, πολύτιμο, όχι, οι καλοί οι χόμπιτ. Στάχτες, στάχτες και σκόνη και δίψα εκεί πέρα· και υπόγειες στοές, στοές, στοές και Ορκ, χιλιάδες Όρκιδες. Οι καλοί οι χόμπιτ δεν πρέπει να πάνε στ — σσς — σ’ εκείνα τα μέρη.

— Ώστε έχεις πάει εκεί; επέμενε ο Φρόντο. Και σε ξανατραβούν εκεί πίσω, ε;

— Μάλισστα. Μάλισστα. Όχι! στρίγκλισε το Γκόλουμ. Μια φορά, κατά λάθος, έτσι δεν ήταν, πολύτιμο; Ναι, κατά λάθος. Αλλά δε θα ξαναγυρίσουμε πίσω, όχι, όχι!

Ύστερα ξαφνικά η φωνή και η γλώσσα του άλλαξαν και έκλαιγε με λυγμούς βαθιά στο λαρύγγι του και δε μιλούσε σ’ αυτούς.

— Άστε τα ήσυχα, γκόλουμ! Με πονάς. Ω, τα καημένα μου τα χέρια, γκόλουμ! Εγώ, εμείς, εγώ δε θέλω να ξανάρθω. Δεν μπορώ να το βρω. Είμαι κουρασμένος. Εγώ, εμείς, δεν μπορούμε να το βρούμε, γκόλουμ, γκόλουμ, όχι, πουθενά. Είναι πάντα ξάγρυπνοι. Νάνοι, Άνθρωποι και Ξωτικά, τρομερά Ξωτικά με λαμπερά μάτια. Δεν μπορώ να το βρω. Αχ! — σηκώθηκε και έσφιξε το μακρύ του χέρι σε μια κοκαλιάρικη άσαρκη γροθιά, κουνώντας τη κατά την Ανατολή: Δε θα το βρούμε! φώναξε. Όχι για σένα. Ύστερα κατέρρευσε πάλι. Γκόλουμ, γκόλουμ, κλαψούρισε με το πρόσωπο καταγής. Μη μας κοιτάς! Φεύγα! Κοιμήσου!

Δε θα φύγει ούτε και θα κοιμηθεί με τις δικές σου διαταγές, Σμήγκολ, είπε ο Φρόντο. Αλλά αν στ’ αλήθεια θέλεις να ξελευτερωθείς πάλι απ’ αυτόν, τότε πρέπει να με βοηθήσεις. Κι αυτό φοβάμαι πως σημαίνει πως θα πρέπει να μας βρεις ένα μονοπάτι που να πηγαίνει σ’ αυτόν. Αλλά εσύ δε χρειάζεται να έρθεις όλο το δρόμο, όχι πιο πέρα απ’ τις πύλες της χώρας του.

Το Γκόλουμ ανακάθισε πάλι και τον κοίταξε κάτω από τα βλέφαρά του.

— Αυτός είναι εκεί πέρα, κακάρισε. Πάντα εκεί. Οι Ορκ θα σας πάνε όλον το δρόμο. Εύκολο να βρείτε Ορκ ανατολικά του Ποταμού. Μη ζητάτε απ’ το Σμήγκολ. Το φτωχό, το φτωχούλη το Σμήγκολ, έφυγε παλιά. Του πήραν το Πολύτιμο του κι είναι χαμένος τώρα.

— Μπορεί και να τον βρούμε ξανά, αν έρθεις μαζί μας, είπε ο Φρόντο.

— Όχι, όχι, ποτέ! Το ’χασε το Πολύτιμό του, είπε το Γκόλουμ.

— Σήκω πάνω! είπε ο Φρόντο.

Το Γκόλουμ σηκώθηκε και πισωπάτησε ως το βράχο.

— Λοιπόν! είπε ο Φρόντο. Μπορείς να βρεις ευκολότερο δρόμο νύχτα ή μέρα; Είμαστε κουρασμένοι· αλλά αν προτιμάς τη νύχτα, θα ξεκινήσουμε απόψε.

— Τα μεγάλα φώτα πονάνε τα μάτια μας, ναι, κλαψούρισε το Γκόλουμ. Όχι στο φως του Άσπρου Προσώπου, όχι ακόμα. Θα κρυφτεί πίσω απ’ τους λόφους γρήγορα, μάλισστα. Ξεκουραστείτε πρώτα λιγάκι, καλοί μου χόμπιτ!

— Τότε κάτσε κάτω, είπε ο Φρόντο, και μην κουνηθείς!

Οι χόμπιτ κάθισαν πλάι του, ένας από κάθε πλευρά, με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο, ξεκουράζοντας τα πόδια τους. Δεν υπήρχε λόγος να συνεννοηθούν με λόγια — ήξεραν πως δεν έπρεπε να κοιμηθούν ούτε στιγμή. Αργά αργά το φεγγάρι προχωρούσε. Σκιές κατέβηκαν απ’ τους λόφους κι όλα σκοτείνιασαν μπροστά τους. Τ’ αστέρια έλαμψαν και πύκνωσαν στον ουρανό ψηλά. Κανείς δεν κουνιόταν. Το Γκόλουμ καθόταν με τα πόδια του μαζεμένα, τα γόνατα κάτω από το σαγόνι, οι πλατσουκωτές παλάμες και οι πατούσες του απλωμένες καταγής, τα μάτια του κλειστά — βρισκόταν όμως σε ένταση, σαν να συλλογιζόταν ή αφουγκραζόταν.

Ο Φρόντο κοίταξε το Σαμ. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και κατάλαβαν. Χαλάρωσαν, γέρνοντας πίσω τα κεφάλια τους και κλείνοντας τα μάτια τους, φαινομενικά. Σε λίγο ακούγονταν οι ελαφριές τους ανάσες. Τα χέρια του Γκόλουμ τρεμόπαιξαν λιγάκι. Πολύ ανεπαίσθητα το κεφάλι του κουνήθηκε δεξιά κι αριστερά και τα μάτια του, πρώτα το ένα μάτι κι ύστερα το άλλο, άνοιξαν μια χαραματιά. Οι χόμπιτ δεν έδωσαν σημεία ζωής.

Ξαφνικά, με καταπληκτική ευλυγισία και ταχύτητα, κατευθείαν από χάμω μ’ ένα πήδημα σαν ακρίδα ή βάτραχος, το Γκόλουμ όρμησε μπροστά στο σκοτάδι. Αλλά αυτό ήταν ακριβώς που περίμεναν ο Φρόντο και ο Σαμ. Ο Σαμ βρέθηκε πάνω του πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα ύστερα απ’ το πήδημά του. Ο Φρόντο από πίσω το άρπαξε απ’ το πόδι και το ’ριξε χάμω.

— Το σκοινί σου θα μας φανεί πάλι χρήσιμο, Σαμ, είπε. Ο Σαμ έβγαλε το σκοινί του.

— Και για πού το ’βαλες σ’ αυτά τα παγωμένα αγριοτόπια, κυρ Γκόλουμ; γρύλισε. Εμείς αναρωτιόμαστε, ναι, αναρωτιόμαστε. Να βρεις τους φίλους σου τους Ορκ, πάω στοίχημα. Απαίσιο και προδοτικό κλάσμα. Αυτό το σκοινί έπρεπε να πάει γύρω απ’ το λαιμό σου και μάλιστα σε σφιχτή θηλιά.

Το Γκόλουμ ησύχασε και δε δοκίμασε άλλα κόλπα. Δεν απάντησε στο Σαμ, αλλά του έριξε μια γρήγορη φαρμακερή ματιά.