Выбрать главу

— Το μόνο που μας χρειάζεται είναι κάτι να το κρατάμε, είπε ο Φρόντο. Το θέλουμε να περπατάει, άρα δεν ωφελεί να δέσουμε τα πόδια του ή τα χέρια του, γιατί φαίνεται να τα χρησιμοποιεί εξίσου. Δέσε τη μία άκρη στον αστράγαλο του· και κράτα γερά εσύ την άλλη.

Στάθηκε πάνω απ’ το Γκόλουμ, όσο που ο Σαμ να δέσει τον κόμπο. Το αποτέλεσμα κατέπληξε και τους δυο. Το Γκόλουμ άρχισε να ουρλιάζει, ένα ψιλό, διαπεραστικό ουρλιαχτό, τρομερό να τ’ ακούς. Σφάδαζε και προσπαθούσε να φτάσει το στόμα του στον αστράγαλό του και να δαγκώσει το σκοινί. Και δε σταματούσε να ουρλιάζει.

Τέλος, ο Φρόντο πείστηκε πως πραγματικά πονούσε· αλλά δεν μπορεί να ήταν από τον κόμπο. Τον εξέτασε και βρήκε πως δεν ήταν πολύ σφιχτός, στην πραγματικότητα μόλις που έπιανε. Ο Σαμ ήταν πολύ πω μαλακός απ’ τα λόγια του.

Τι έχεις τέλος πάντων; είπε. Αφού προσπαθείς να το σκάσεις, πρέπει να σε δέσουμε· αλλά δε θέλουμε να σε πονέσουμε.

Μας πονάει, μας πονάει, σφύριξε το Γκόλουμ. Μας παγώνει, μας δαγκώνει! Το ’χουν πλέξει Ξωτικά, καταραμένα να ’ναι. Απαίσιοι, σκληροί χόμπιτ! Να γιατί προσπαθούμε να το σκάσουμε, να γιατί, πολύτιμο. Το μαντέψαμε πως ήταν σκληροί χόμπιτ. Κάνουν βίζιτες στα Ξωτικά, στ’ άγρια Ξωτικά με τα λαμπερά μάτια. Βγάλτε το από πάνω μας! Μας πονάει!

Όχι, δε σ’ το βγάζω, είπε ο Φρόντο, όχι εκτός — σταμάτησε μια στιγμή και συλλογίστηκε — όχι εκτός κι αν υπάρχει κάποια υπόσχεση που να μπορείς να μου δώσεις και να μπορώ να την εμπιστευτώ.

Θα ορκιστούμε να κάνουμε ό,τι θέλει, ναι, ναι, είπε το Γκόλουμ, εξακολουθώντας να στριφογυρίζει και και να πιάνει τον αστράγαλό του. Μαςς πονάει.

— Ορκίζεσαι; είπε ο Φρόντο.

— Ο Σμήγκολ, είπε το Γκόλουμ ξαφνικά και καθαρά, ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα και κοιτάζοντας το Φρόντο μ’ ένα παράξενο φως. Ο Σμήγκολ θα ορκιστεί στο Πολύτιμο.

Ο Φρόντο τεντώθηκε και ο Σαμ ξαφνιάστηκε απ’ τα λόγια του και την αυστηρή του φωνή.

— Στο Πολύτιμο; Πώς τολμάς; είπε. Σκέψου!

Ένα, να τους μαζεύει όλους μαζί, με μαύρα μάγια, Ένα.

Θα δεσμεύσεις την υπόσχεσή σου μ’ αυτό, Σμήγκολ; Θα σε κρατήσει. Αλλά είναι πιο προδοτικό απ’ ό,τι είσαι εσύ. Μπορεί να διαστρέψει τα λόγια σου. Πρόσεχε! Το Γκόλουμ ζάρωσε.

— Στο Πολύτιμο, στο Πολύτιμο! ξανάπε.

— Και τι θα ορκιστείς; ρώτησε ο Φρόντο.

— Να είμαι πολύ καλός, είπε το Γκόλουμ.

Ύστερα σύρθηκε στα πόδια του Φρόντο και ταπεινώθηκε μπροστά του, ψιθυρίζοντας βραχνά· ένα τρεμούλιασμα το συντάραξε, λες και τα λόγια να έκαναν τα κόκαλά του να τρίζουν απ’ το φόβο.

— Ο Σμήγκολ θα ορκιστεί ποτέ, ποτέ να μην Τον αφήσει να το πάρει. Ποτέ! Ο Σμήγκολ θα το σώσει. Πρέπει όμως να ορκιστεί πάνω στο Πολύτιμο.

— Όχι! Όχι πάνω σ’ αυτό, είπε ο Φρόντο, κοιτάζοντας το από ψηλά με αυστηρό οίκτο. Όλο κι όλο που επιθυμείς είναι να το δεις και να το αγγίξεις, αν και ξέρεις ότι θα σε τρελάνει. Όχι, πάνω του. Ορκίσου στ’ όνομά του, αν θέλεις. Γιατί ξέρεις πού βρίσκεται. Ναι, το ξέρεις, Σμήγκολ. Βρίσκεται μπροστά σου.

Για μια στιγμή φάνηκε στο Σαμ πως ο κύριός του είχε μεγαλώσει και το Γκόλουμ είχε μαζέψει: μια ψηλή αυστηρή σκιά, ένας πανίσχυρος άρχοντας που έκρυβε τη λαμπρότητά του σ’ ένα γκρίζο σύννεφο και στα πόδια του ένας μικρός κλαψιάρης σκύλος. Κι όμως, και οι δυο τους ήταν κάπως όμοιοι κι όχι άσχετοι — μπορούσαν ο ένας να φτάσει τη σκέψη του άλλου. Το Γκόλουμ ανασηκώθηκε κι άρχισε να ψηλαφίζει το Φρόντο, γλείφοντας τα γόνατά του.

— Κάτω! κάτω! είπε ο Φρόντο. Πες τώρα την υπόσχεσή σου!

— Υποσχόμαστε, ναι, υπόσχομαι! είπε το Γκόλουμ. Θα υπηρετήσω τον αφέντη του Πολύτιμου. Καλός κύριος, καλός Σμήγκολ, γκόλουμ, γκόλουμ.

Ξαφνικά άρχισε να κλαίει και να δαγκώνει τον αστράγαλό του ξανά.

— Βγάλε το σκοινί, Σαμ! είπε ο Φρόντο.

Απρόθυμα ο Σαμ υπάκουσε. Αμέσως το Γκόλουμ σηκώθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει εδώ κι εκεί, σαν το ξυλοδαρμένο παλιόσκυλο που ο αφέντης του το χάιδεψε. Από κείνη τη στιγμή μια αλλαγή, που κράτησε για αρκετόν καιρό, έγινε πάνω του. Μιλούσε με λιγότερα σφυρίγματα και μυξοκλάματα και απευθυνόταν στους συντρόφους του κατευθείαν, κι όχι στον πολύτιμο εαυτό του. Μαζευόταν και τραβιόταν, αν κ» πλησίαζαν ή έκαναν καμιά απότομη κίνηση κι απόφευγε το άγγιγμα απ’ τους ξωτικομανδύες τους· αλλά είχε φιλική διάθεση κι ήταν αξιολύπητα πρόθυμο να ευχαριστήσει. Κακάριζε απ’ τα γέλια και χοροπηδούσε, αν λεγόταν κανένα αστείο ή αν ο Φρόντο του μιλούσε καλοσυνάτα, κι έκλαιγε αν ο Φρόντο του έκανε κάποια παρατήρηση. Ο Σαμ λίγα του ’λεγε έτσι κι αλλιώς. Το υποψιαζόταν περισσότερο καρά ποτέ και, αν ήταν δυνατόν, του άρεσε το καινούριο Γκόλουμ, ο Σμήγκολ, λιγότερο απ’ το παλιό.

— Λοιπόν, Γκόλουμ, ή όποιο είναι τ’ όνομα που θα σε φωνάζουμε, είπε, εμπρός! Το Φεγγάρι κρύφτηκε και η νύχτα φεύγει. Καλά θα κάνουμε να ξεκινήσουμε.