Выбрать главу

— Ναι, ναι, συμφώνησε το Γκόλουμ, χοροπηδώντας. Φεύγουμε! Υπάρχει ένας μονάχα δρόμος ανάμεσα από τη Βορινή και τη Νότια άκρη. Εγώ τον βρήκα, εγώ. Οι Ορκ δεν τον χρησιμοποιούν, οι Ορκ δεν τον ξέρουν. Οι Ορκ δε διασχίζουν τους Βάλτους, πάνε γύρω γύρω, μίλια και μίλια. Πολύ τυχεροί που ήρθατε από δω. Πολύ τυχεροί που βρήκατε το Σμήγκολ, ναι. Ακολουθήστε το Σμήγκολ!

Έκανε μερικά βήματα και κοίταξε πίσω ερωτηματικά, σαν το σκύλο που τους καλεί να πάνε βόλτα.

— Περίμενε λιγάκι, Γκόλουμ! φώναξε ο Σαμ. Μην προχωράς και πολύ μπροστά! Εγώ θα ’μαι πίσω σου και θα ’χω και το σκοινί έτοιμο.

— Όχι, όχι! είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ υποσχέθηκε.

Στα κατάβαθα της νύχτας, κάτω απ’ τα σκληρά λαμπερά αστέρια, ξεκίνησαν. Το Γκόλουμ τους οδήγησε πίσω βορινά για λίγο απ’ το δρόμο που είχαν έρθει· ύστερα λοξοδρόμησε δεξιά αφήνοντας την απόκρημνη άκρη του Έμιν Μιούιλ και άρχισε να κατεβαίνει τα κατσάβραχα της πλαγιάς, πηγαίνοντας κατά τους απέραντους βάλτους κάτω. Χάθηκαν γρήγορα και αθόρυβα μες στο σκοτάδι. Πάνω απ’ όλες ας λεύγες της ερημιάς ως τις Πύλες της Μόρντορ απλωνόταν μια μαύρη σιωπή.

Κεφάλαιο ΙΙ

ΠΕΡΑΣΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΛΤΟΥΣ

Το Γκόλουμ προχωρούσε γρήγορα, με το κεφάλι και το λαιμό μπροστά, χρησιμοποιώντας συχνά τα χέρια μαζί με τα πόδια του. Ο Φρόντο κι ο Σαμ δυσκολεύονταν να το ακολουθούν αλλά δε φαινόταν να σκέπτεται πια να το σκάσει κι αν ξέμεναν πίσω, γύριζε και τους περίμενε. Ύστερα από ώρα τους έφερε στην άκρη του στενού ξεροπόταμου που είχαν συναντήσει πριν αλλά τώρα ήταν πιο μακριά από τους λόφους.

— Να το! φώναξε. Υπάρχει πέρασμα εκεί κάτω, ναι. Τώρα το ακολουθάμε — έξω, έξω εκεί πέρα.

Έδειξε νότια κι ανατολικά κατά τους βάλτους. Η δυσοσμία τους έφτανε στα ρουθούνια τους, βαριά και βρόμικη ακόμα και στη δροσερή νυχτερινή ατμόσφαιρα.

Το Γκόλουμ έψαξε πάνω κάτω πλάι στην άκρη και τέλος τους φώναξε:

— Εδώ! Μπορούμε να κατεβούμε εδώ. Ο Σμήγκολ κατέβηκε από δω κάποτε: πήγα από δω γιατί κρυβόμουνα απ’ τους Ορκ.

Πήγε μπροστά και ακολουθώντας το οι χόμπιτ κατέβηκαν στη σκοτεινιά. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί το άνοιγμα σ’ αυτό το σημείο ήταν μόνον κάπου δεκαπέντε πόδια βαθύ και καμιά δωδεκαριά φαρδύ. Στο κάτω μέρος έτρεχε νερό — γιατί αυτό δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά η κοίτη ενός από τους μικρούς ποταμούς που κατέβαζαν τα λιγοστά νερά από τους λόφους για να τροφοδοτήσουν τις βαλτολίμνες και τα τέλματα πέρα. Το Γκόλουμ έστριψε δεξιά με, λίγο ως πολύ, νότια κατεύθυνση και προχωρούσε τσαλαβουτώντας με τα πόδια του στο ρηχό πέτρινο ρυάκι. Έδειχνε ενθουσιασμένο να νιώθει το νερό και χαχάνιζε μοναχό του και μερικές φορές βραχνόλεγε και κάτι σαν τραγούδι:

Οι παγωμένοι τόποι, σκληροί πέτρινοι λόφοι, τα χέρια μάς παγώνουν, τα πόδια μάς ματώνουν. Τίποτα για φαΐ. Μα λίμνες και ποτάμια και δροσερά λιβάδια τα πόδια δεν πονούν! Κι εκεί τώρα ποθούμε...

— Χα! χα! Τι ποθούμε; είπε λοξοκοιτάζοντας τους χόμπιτ. Θα σας πούμε, κακάρισε. Το μάντεψε από πολύ παλιά, ο Μπάγκινς το μάντεψε.

Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του κι ο Σαμ βλέποντας τη γυαλάδα στο σκοτάδι σκέφτηκε πως δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.

Χωρίς ανάσα ζωντανό· παγωμένο σαν νεκρό· δε διψάει κι όλο πίνει· σιδερόφρακτο έχει γίνει. Στη στεριά δε ζει, το βουνό το λέει νησί· και το σιντριβάνι λέει άνεμο που πνέει. Όμορφο, καλοφτιαγμένο, χαίρομαι ν’ απαντυχαίνω! Να το μόνο που ποθούμε, ένα ψάρι να το βρούμε, νόστιμο και ζουμερό!

Αυτά τα λόγια έκαναν ακόμα πιο πιεστικό στο νου του Σαμ ένα πρόβλημα που τον απασχολούσε από την ώρα που κατάλαβε πως ο κύριός του σκόπευε να υιοθετήσει το Γκόλουμ για οδηγό — το πρόβλημα του φαγητού. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό πως θα μπορούσε να το έχει σκεφτεί κι ο κύριός του, αλλά φανταζόταν πως το Γκόλουμ το είχε. Γιατί, βέβαια, πώς είχε θρέψει το Γκόλουμ τον εαυτό του σ’ όλες αυτές τις μοναχικές περιπλανήσεις; «Όχι και πολύ καλά», σκέφτηκε ο Σαμ. «Φαίνεται σχεδόν ξελιγωμένο της πείνας. Και δεν είναι τόσο λεπτεπίλεπτο, ώστε να μην προσπαθήσει να δοκιμάσει τι γεύση έχουν οι χόμπιτ, αν δεν έχει ψάρια, πάω στοίχημα — αν υποθέσουμε πως θα μας έπιανε στον ύπνο. Λοιπόν, δε θα μας πιάσει: τουλάχιστον όχι το Σαμ Γκάμγκη.»

Προχωρούσαν σκοντάφτοντας, ακολουθώντας το σκοτεινό στριφογυριστό ξεροπόταμο για πολλή ώρα ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν στα κουρασμένα πόδια του Φρόντο και του Σαμ. Το ξεροπόταμο έστριψε ανατολικά κι όπως προχωρούσαν φάρδαινε και γινόταν βαθμιαία πιο ρηχό. Τέλος, ο ουρανός χλώμιασε στο πρώτο γκρίζο φως του πρωινού. Το Γκόλουμ δεν είχε δείξει σημάδια να κουράζεται, αλλά τώρα κοίταξε ψηλά και σταμάτησε.