Выбрать главу

— Η Μέρα είναι κοντά, ψιθύρισε, λες κι η Μέρα να ήταν κάτι που θα μπορούσε να το ακούσει και να του επιτεθεί. Ο Σμήγκολ θα μείνει εδώ — θα μείνω εδώ και το Κίτρινο Πρόσωπο δε θα με δει.

— Εμείς θα χαιρόμασταν να δούμε τον Ήλιο, είπε ο Φρόντο, αλλά θα μείνουμε εδώ — είμαστε πολύ κουρασμένοι για να πάμε πιο κάτω προς το παρόν.

— Είσαστε ανόητοι να χαίρεστε για το Κίτρινο Πρόσωπο, είπε το Γκόλουμ. Αυτό σας ξεσκεπάζει. Οι καλοί και μυαλωμένοι χόμπιτ θα μείνουν με το Σμήγκολ. Εδώ τριγύρω έχει Ορκ κι άλλα απαίσια πλάσματα. Μπορούν και βλέπουν μακριά. Μείνετε και κρυφτείτε μαζί μου!

Οι τρεις τους τακτοποιήθηκαν για να ξεκουραστούν στη δάση της πέτρινης όχθης του ξεροπόταμου. Τώρα δεν ξεπερνούσε το μπόι ψηλού ανθρώπου και στη βάση της είχε πλατιές ίσιες εσοχές από στεγνή πέτρα· το νερό έτρεχε σ’ ένα αυλάκι στην άλλη πλευρά. Ο Φρόντο κι ο Σαμ κάθισαν σε μια επίπεδη πέτρα, ξεκουράζοντας τις ράχες τους. Το Γκόλουμ τσαλαβουτούσε και σκάλιζε στο νερό.

— Πρέπει να φάμε λιγάκι, είπε ο Φρόντο. Πεινάς, Σμήγκολ; Έχουμε πολύ λίγο να μοιραστούμε, αλλά θα σου δώσουμε ό,τι μπορούμε.

Στη λέξη πεινάς ένα πρασινωπό φως άναψε στα χλωμά μάτια του Γκόλουμ και φάνηκαν να ξεπετάγονται περισσότερο παρά ποτέ στο αρρωστιάρικο πρόσωπό του. Για μια στιγμή ξαναγύρισε στον παλιό του τρόπο συμπεριφοράς.

— Είμαστε ξελιγωμένοι, μάλισστα, ξελιγωμένοι είμαστε, πολύτιμο, είπε. Τι είναι αυτό που τρώνε; Έχουνε ωραία ψψάρια;

Η γλώσσα του βγήκε ανάμεσα απ’ τα κοφτερά κίτρινα δόντια του, γλείφοντας τ’ άχρωμα χείλια του.

— Όχι, δεν έχουμε ψάρια, είπε ο Φρόντο. Έχουμε μονάχα αυτό -σήκωσε ψηλά μια φέτα λέμπας — και νερό, αν το νερό εδώ πίνεται.

— Μάλισστα, μάλισστα, ωραίο νερό, είπε το Γκόλουμ. Πιείτε, πιείτε όσο μπορείτε! Αλλά τι είν’ αυτό που έχουν, πολύτιμο; Ροκανίζεται; Είναι νόστιμο;

Ο Φρόντο έκοψε ένα κομμάτι από τη φέτα και του το έδωσε στο περιτύλιγμά του με τα φύλλα. Το Γκόλουμ μυρίστηκε το φύλλο και το πρόσωπό του άλλαξε — ένας μορφασμός αηδίας απλώθηκε πάνω του και μια υποψία της παλιάς του κακίας.

— Ο Σμήγκολ το μυρίζεται! είπε. Φύλλα από την ξωτικοχώρα, φτου! Βρομοκοπάνε. Ανέβηκε σ’ εκείνα δέντρα και δεν μπορούσε να ξεπλύνει τη μυρωδιά απ’ τα χέρια του, τα ωραία μου τα χέρια.

Πέταξε το φύλλο και πήρε μια γωνίτσα από το λέμπας και τη δάγκωσε λιγάκι. Έφτυσε και ένας παροξυσμός βήχα τον τάραξε.

— Αχ! Όχι! είπε μισοπνιγμένα. Προσπαθείτε να πνίξετε τον κακομοίρη το Σμήγκολ. Σκόνη και στάχτες, αυτό δεν μπορεί να το φάει. Ι Τρέπει να πεθάνει της πείνας. Αλλά δεν τον πειράζει το Σμήγκολ. Καλοί χόμπιτ! Ο Σμήγκολ το υποσχέθηκε. Θα πεθάνει της πείνας. Δεν μπορεί να φάει το φαΐ των χόμπιτ. Θα πεθάνει της πείνας. Ο κακομοίρης, ο σκελετωμένος ο Σμήγκολ!

— Λυπάμαι, είπε ο Φρόντο· αλλά φοβάμαι πως δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Νομίζω πως αυτό το φαΐ θα σου κάνει καλό, αν το δοκίμαζες. Ίσως, όμως, να μην μπορείς ούτε και να το δοκιμάσεις, για την ώρα τουλάχιστον.

Οι χόμπιτ μασούλησαν το λέμπας τους σιωπηλά. Ο Σαμ σκέφτηκε πως ήταν πιο νόστιμο, κάπως, απ’ ό,τι ήταν για καιρό — η συμπεριφορά του Γκόλουμ τον είχε κάνει να προσέξει ξανά τη γεύση. Αλλά δεν ένιωθε άνετα. Το Γκόλουμ παρακολουθούσε κάθε μπουκιά απ’ το χέρι ως το στόμα, σαν σκύλος που περιμένει πλάι στην καρέκλα κάποιου που τρώει. Μονάχα σαν τελείωσαν κι ετοιμάζονταν να ξεκουραστούν, φάνηκε να πείθεται πως δεν είχαν κρυμμένες τίποτα λιχουδιές που θα μπορούσε να τις μοιραστεί μαζί τους. Ύστερα πήγε και κάθισε μοναχό του λίγα βήματα πιο κει και ψευτόκλαψε λιγάκι.

— Κοίτα εδώ! ψιθύρισε ο Σαμ στο Φρόντο, όχι και πολύ σιγανά -γιατί δεν τον ένοιαζε στ’ αλήθεια αν τον άκουγε το Γκόλουμ ή όχι. Πρέπει να κοιμηθούμε λιγάκι· αλλά όχι κι οι δυο μαζί τώρα που ’χουμε αυτό το πεινασμένο υποκείμενο κοντά, υπόσχεση ξεϋπόσχεση . Είτε Σμήγκολ είτε Γκόλουμ, δεν αλλάζει συνήθειες αμέσως, πάω στοίχημα. Κοιμήσου εσύ, κύριε Φρόντο, και θα σε φωνάξω, όταν δε θα μπορώ να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου. Ένας ένας, όπως και πριν, όσο είναι αμολητό.

— Ίσως να ’χεις δίκιο, Σαμ, είπε ο Φρόντο, μιλώντας ανοιχτά. Έχει δείξει κάποια αλλαγή, αλλά τι είδους αλλαγή και πόσο βαθιά έχει γίνει, δεν είμαι ακόμα σίγουρος. Στα σοβαρά όμως, δε νομίζω πως υπάρχει ανάγκη να φοβόμαστε — προς το παρόν. Πάντως φύλαξε, αν το θέλεις. Άσε με δυο ώρες, όχι παραπάνω, κι ύστερα ξύπνησε με.

Τόσο κουρασμένος ήταν ο Φρόντο, που το κεφάλι του έγειρε μπροστά στο στήθος του και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως μετά τα λόγια του. Το Γκόλουμ δε φαινόταν να έχει φόβους πια. Κουλουριάστηκε και γρήγορα αποκοιμήθηκε εντελώς ξένοιαστα. Σε λίγο η ανάσα του έβγαινε σφυρίζοντας μαλακά ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα του δόντια και κειτόταν ακίνητο σαν πέτρα. Ύστερα από λίγο, επειδή φοβόταν πως θα αποκοιμιόταν κι αυτός, αν καθόταν κι άκουγε τους δύο συντρόφους του ν’ ανασαίνουν, ο Σαμ σηκώθηκε και κούνησε ελαφρά το Γκόλουμ. Τα χέρια του ξεδιπλώθηκαν και κουνήθηκαν σπασμωδικά, αλλά δεν έκανε καμιά άλλη κίνηση. Ο Σαμ έσκυψε και είπε ψψάρι κοντά στ’ αυτί του, αλλά δεν πήρε απόκριση, ούτε καν άλλαξε ο ρυθμός της ανάσας του Γκόλουμ.