Ο Σαμ έξυσε το κεφάλι του.
— Θα πρέπει στ’ αλήθεια να κοιμάται, μουρμούρισε. Κι αν εγώ ήμουνα σαν το Γκόλουμ, δε θα ξαναξυπνούσα ποτέ πια.
Συγκράτησε τις σκέψεις του για το σπαθί του και το σκοινί, που ξεφύτρωσαν στο μυαλό του και πήγε και κάθισε πλάι στον κύριό του.
Όταν ξύπνησε ο ουρανός ψηλά ήταν θαμπός, όχι πιο φωτεινός, αλλά πιο σκοτεινός απ’ ό,τι ήταν όταν είχαν φάει το πρωινό τους. Ο Σαμ πήδηξε όρθιος. Απ’ το αίσθημα της αναζωογόνησης και της πείνας του, κατάλαβε ξαφνικά πως είχε κοιμηθεί ολόκληρη τη μέρα, εννιά ώρες το λιγότερο. Ο Φρόντο κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού, ξαπλωμένος τώρα στο πλευρό του. Το Γκόλουμ δε φαινόταν πουθενά. Πολλά επιτιμητικά επίθετα για τον εαυτό του ήρθαν στο νου του Σαμ, παρμένα απ’ το πλούσιο πατρικό λεξιλογικό απόθεμα του Γέρου του· ύστερα όμως σκέφτηκε πως ο κύριός του είχε δίκιο: δεν υπήρχε προς το παρόν τίποτα για να φυλάγονται. Κι οπωσδήποτε ήταν κι οι δυο τους ζωντανοί κι άπνιχτοι.
— Το κακόμοιρο! είπε μισομετανοημένα. Πού να ’χει πάει τώρα άραγε;
— Όχι μακριά, όχι μακριά! είπε μια φωνή πάνωθέ του.
Κοίταξε ψηλά κι είδε το σχήμα του μεγάλου κεφαλιού και των αυτιών του Γκόλουμ στο φόντο του Βραδινού ουρανού.
— Ε, τι κάνεις; φώναξε ο Σαμ, που οι υποψίες του ξαναγύρισαν αμέσως μόλις είδε εκείνη τη σιλουέτα.
— Ο Σμήγκολ πεινάει, είπε το Γκόλουμ. Θα γυρίσει γρήγορα.
— Γύρισε τώρα! ξεφώνισε ο Σαμ. Ε! Έλα πίσω! Αλλά το Γκόλουμ είχε εξαφανιστεί.
Ο Φρόντο ξύπνησε απ’ το ξεφωνητό του Σαμ κι ανακάθισε, τρίβοντας τα μάτια του.
— Γεια σου! είπε. Συμβαίνει τίποτα; Τι ώρα είναι;
— Δεν ξέρω, είπε ο Σαμ, περασμένο ηλιοβασίλεμα, υπολογίζω. Κι έφυγε. Λέει πως πεινάει.
— Μη στενοχωριέσαι! είπε ο Φρόντο. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Αλλά θα γυρίσει, θα δεις. Η υπόσχεση θα κρατήσει για λίγο ακόμα. Και, οπωσδήποτε, δε θα εγκαταλείψει το Πολύτιμό του.
Ο Φρόντο δεν το θεώρησε και σπουδαίο όταν έμαθε πως κοιμήθηκαν του καλού καιρού για ώρες με το Γκόλουμ και μάλιστα μ’ ένα πολύ πεινασμένο Γκόλουμ, ελεύθερο πλάι τους.
— Μη σκέπτεσαι τα επίθετα που θα σε στόλιζε ο Γέρος σου, είπε. Ήσουν ψόφιος απ’ την κούραση, και μας βγήκε σε καλό — τώρα είμαστε και οι δυο ξεκούραστοι. Κι έχουμε δύσκολο δρόμο μπροστά μας, το χειρότερο απ’ όλους τους δρόμους.
— Και το φαΐ; είπε ο Σαμ. Πόσο θα μας πάρει να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτή τη δουλειά; Κι όταν ξεμπερδέψουμε, ύστερα τι θα κάνουμε; Αυτό το-ψωμί-για-το-δρόμο σε κρατάει στα πόδια σου με τρόπο θαυμαστό, αν και δεν ευχαριστιούνται όπως πρέπει τα σωθικά σου, όπως θα ’λεγα — τουλάχιστον, όχι απ’ όσο το νιώθω εγώ, χωρίς να θέλω να προσβάλω αυτούς που τα ’φτιαξαν. Αλλά θα πρέπει να τρώμε από λίγο κάθε μέρα, και δεν πληθαίνει, βέβαια! Υπολογίζω πως φτάνει δε φτάνει για τρεις Βδομάδες πάνω κάτω και μόνον αν σφίξουμε τη ζώνη και δεν αφήσουμε το δόντι μας να δουλέψει, να ξέρεις. Γιατί ως τώρα το τρώγαμε δίχως να κάνουμε κράτει.
— Δεν ξέρω πόσο θα μας πάρει για... για να τελειώσουμε, είπε ο Φρόντο. Ταλαιπωρηθήκαμε και καθυστερήσαμε στους λόφους. Αλλά, Σάμγουαϊζ Γκάμγκη, αγαπητέ μου χόμπιτ — και στ’ αλήθεια, Σαμ, πολυαγαπημένε μου χόμπιτ, πιο φίλε απ’ όλους τους φίλους — δε νομίζω πως χρειάζεται να σκεπτόμαστε τι θ’ ακολουθήσει. Να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτή τη δουλειά, όπως λες — τι ελπίδα υπάρχει πως θα το καταφέρουμε ποτέ; Κι αν το καταφέρουμε, ποιος ξέρει τι θα συμβεί ύστερα; Αν το Ένα πέσει στη Φωτιά, κι εμείς είμαστε κοντά; Σε ρωτάω, Σαμ, έχουμε πιθανότητες να χρειαστούμε ψωμί πια; Δε νομίζω. Αν μπορέσουμε να καταφέρουμε τα πόδια μας να μας φέρουν στο Βουνό του Χαμού, αυτό είναι όλο κι όλο που μπορούμε να κάνουμε. Κι ίσως και παραπάνω απ’ ό,τι μπορώ να κάνω, αρχίζω να νιώθω.
Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του σιωπηλά. Πήρε το χέρι του κυρίου του κι έγειρε πάνω του. Δεν το φίλησε, αν και τα δάκρυά του έπεφταν πάνω του. Ύστερα γύρισε απ’ την άλλη μεριά, σκούπισε τη μύτη του με το μανίκι του, σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται, προσπαθώντας να σφυρίξει, και λέγοντας ανάμεσα απ’ τις προσπάθειες του: