Выбрать главу

— Πού είναι αυτό το συφοριασμένο το πλάσμα;

Πραγματικά, όμως, δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να γυρίσει το Γκόλουμ· αλλά ήρθε τόσο αθόρυβα, ώστε δεν το άκουσαν παρά μονάχα όταν στάθηκε μπροστά τους. Τα δάχτυλα και το πρόσωπο του ήταν λερωμένα με μαύρη λάσπη. Μασούσε ακόμα και ρουφούσε τα σάλια του. Το τι μασούσε, όμως, δε ρώτησαν ούτε ήθελαν να το σκέπτονται.

« Σκουλήκια ή σκαθάρια ή καμιά σκουληκαντέρα από τίποτα τρύπες, σκέφτηκε ο Σαμ. Μπρρρ! Το απαίσιο πλάσμα· το κακόμοιρο!»

Το Γκόλουμ δεν τους είπε τίποτα, ώσπου να πιει καλά και να πλυθεί στο ρέμα. Ύστερα τους πλησίασε, γλείφοντας τα χείλια του.

— Καλύτερα τώρα, είπε. Ξεκουραστήκαμε; Έτοιμοι να συνεχίσουμε; Καλοί χόμπιτ, κοιμούνται όμορφα. Εμπιστεύονται το Σμήγκολ τώρα; Πολύ, πολύ καλός.

Η επόμενη φάση του ταξιδιού τους έμοιαζε με την προηγούμενη. Όπως προχωρούσαν η ρεματιά έγινε ακόμα πιο ρηχή και η κατηφοριά της πιο ομαλή. Η κοίτη της είχε λιγότερα βράχια και πιο πολλή γη και σιγά σιγά οι πλευρές της χαμήλωσαν, ώσπου κατέληξαν σε χαμηλές όχθες. Άρχισε να κάνει στροφές και να απλώνει. Η νύχτα πλησίασε στο τέλος της, αλλά σύννεφα τώρα σκέπαζαν φεγγάρι κι άστρα και κατάλαβαν τον ερχομό της μέρας μονάχα απ’ το αδύναμο γκρίζο φως που άρχισε αργά να απλώνεται.

Μια παγωμένη ώρα έφτασαν στο τέλος της ρεματιάς. Οι όχθες έγιναν λοφάκια όλο βρύα. Στο τελευταίο σκαλοπάτι του σαπισμένου βράχου το νερό ρόχθιζε κι έπεφτε σ’ ένα καφετί τέλμα και χανόταν. Ξερά καλάμια σούριζαν και κροτάλιζαν, αν και δεν έβλεπαν να φυσάει.

Τώρα μπροστά τους, δεξιά κι αριστερά, απλώνονταν πλατιά βαλτοτόπια και βούρκοι που χάνονταν νότια κι ανατολικά στο θαμπό μισόφωτο. Ομίχλες κουλουριάζονταν και κάπνιζαν πάνω από σκοτεινές και βρομερές λιμνούλες. Η αποφορά τους απλωνόταν αποπνικτική στον ανίκητο αέρα. Πέρα, μακριά, τώρα σχεδόν ολόισια κατά το νοτιά, τα βουνά-τείχη της Μόρντορ υψώνονταν σαν μια μαύρη γραμμή από ανώμαλα σύννεφα που ταξιδεύουν πάνω από μια ομιχλοπνιγμένη θάλασσα.

Οι χόμπιτ τώρα βρίσκονταν ολότελα στα χέρια του Γκόλουμ. Λεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να μαντέψουν σ’ αυτό το ομιχλιασμένο φως, πως στην πραγματικότητα ήταν μόλις στα βορινά σύνορα των βάλτων, που η κύρια έκτασή τους απλωνόταν νότια απ’ αυτούς. Θα μπορούσαν, αν ήξεραν τις περιοχές, με κάποια καθυστέρηση να προχωρήσουν λίγο προς τα πίσω κι ύστερα, στρίβοντας ανατολικά, να πήγαιναν ολόγυρα από δύσκολους δρόμους στη γυμνή κοιλάδα του Ντάγκορλαντ — το πεδίο της αρχαίας μάχης μπροστά απ’ τις πύλες της Μόρντορ. Όχι πως υπήρχαν πολλές ελπίδες σ’ αυτόν το δρόμο. Σ’ εκείνη την πέτρινη κοιλάδα δεν είχε κάλυμμα και τη διέσχιζαν οι δρόμοι των Ορκ και των στρατιωτών του Εχθρού. Εκεί δε θα μπορούσαν να τους κρύψουν ούτε οι μανδύες του Λόριεν.

— Πώς σχεδιάζουμε τώρα την πορεία μας, Σμήγκολ; ρώτησε ο Φρόντο. Πρέπει να διασχίσουμε αυτούς τους βάλτους που μυρίζουν τόσο απαίσια;

— Δε χρειάζεται, δε χρειάζεται καθόλου, είπε το Γκόλουμ, αν οι χόμπιτ θέλουν να φτάσουν στα μαύρα βουνά και να πάνε να Τον δουν πολύ γρήγορα. Αν κάνετε λίγο πίσω και στρίψετε λιγάκι — το κοκαλιάρικο χέρι του έδειξε βορινά κι ανατολικά — μπορείτε να βρεθείτε στους σκληρούς παγωμένους δρόμους που φτάνουν ως τις πύλες της χώρας Του. Πολλοί απ’ τους δικούς Του θα ’ναι εκεί γυρεύοντας καλεσμένους, πολύ θα χαρούν να τους πάνε ίσια σ’ Αυτόν. Ω, ναι. Το Μάτι Του παρακολουθεί εκείνο το δρόμο συνέχεια. Εκεί έπιασε το Σμήγκολ πολύ παλιά — το Γκόλουμ ανατρίχιασε σύγκορμο. Αλλά ο Σμήγκολ από τότε έχει χρησιμοποιήσει τα μάτια του, ναι, ναι: χρησιμοποίησα μάτια και πόδια και μύτη από τότε. Ξέρω άλλους δρόμους. Πιο δύσκολους, όχι τόσο γρήγορους· αλλά καλύτερους, αν δε θέλουμε να δει Λυτός. Ακολουθήστε το Σμήγκολ! Μπορεί να σας πάει ανάμεσ’ απ’ τους βάλτους, ανάμεσ’ απ’ τις ομίχλες, όμορφες πυκνές ομίχλες. Ακολουθήστε το Σμήγκολ πολύ προσεχτικά, και μπορεί να κάνετε πολύ δρόμο, πάρα πολύ δρόμο, πριν σας πιάσει Αυτός, ναι, μπορεί.

Ήταν κιόλας μέρα, ένα άπνοο και βαρύ πρωινό και η ομίχλη στους Βάλτους απλωνόταν πηχτή. Ο ήλιος δεν τρυπούσε τα χαμηλά σύννεφα στον ουρανό. Το Γκόλουμ έδειχνε ανήσυχο κι ήθελε να συνεχίσει αμέσως το ταξίδι. Έτσι, ύστερα από μια σύντομη στάση, πήραν το δρόμο πάλι και γρήγορα χάθηκαν σ’ έναν κόσμο όλο σκιές και σιωπή, αποκομμένοι και δίχως να βλέπουν τη γύρω περιοχή ούτε τους λόφους που είχαν αφήσει ούτε και τα βουνά που αναζητούσαν. Προχωρούσαν αργά, ο ένας πίσω από τον άλλο: το Γκόλουμ, ο Σαμ, ο Φρόντο.

Ο Φρόντο φαινόταν ο πιο κουρασμένος απ’ τους τρεις και, μόλο που προχωρούσαν αργά, συχνά έμενε πίσω. Οι χόμπιτ γρήγορα είδαν πως αυτό που τους είχε φανεί σαν ένας τεράστιος βάλτος ήταν στην πραγματικότητα ένα ατέλειωτο σύμπλεγμα από λιμνούλες και μαλακή λάσπη και φιδογυριστά μισοπνιγμένα ρυάκια. Ανάμεσά τους μόνο ένα κοφτερό μάτι και σίγουρο πόδι μπορούσε να βρει δρόμο. Το Γκόλουμ πάντως είχε αυτή την επιδεξιότητα και του χρειαζόταν ολόκληρη. Το κεφάλι του στο μακρύ λαιμό του συνέχεια έστριβε εδώ κι εκεί, ενώ οσφριζόταν και μουρμούριζε όλη την ώρα στον εαυτό του. Μερικές φορές σήκωνε το χέρι του και τους σταματούσε, ενώ πήγαινε λιγάκι μπροστά, σκυφτό, δοκιμάζοντας το έδαφος με τα δάχτυλα των χεριών ή των ποδιών του ή απλώς ακούγοντας με το ένα αυτί κολλημένο στη γη.