Выбрать главу

Ήταν μονότονο και κουραστικό. Παγωμένος και υγρός χειμώνας ακόμα επικρατούσε σ’ αυτόν τον έρημο τόπο. Το μόνο πράσινο ήταν ο αφρός από μολυβόχρωμες αγριάδες πάνω στις σκοτεινές γλιτσερές επιφάνειες των σκυθρωπών νερών. Άψυχα αγριόχορτα και σάπια καλάμια ξεπετάγονταν απ’ τις ομίχλες σαν κουρελιάρικες σκιές παλιών ξεχασμένων καλοκαιριών.

Καθώς η μέρα προχωρούσε το φως δυνάμωσε λιγάκι και οι ομίχλες σηκώθηκαν κι έγιναν πιο αραιές και διάφανες. Μακριά, πάνω απ’ τη σαπίλα και τις αναθυμιάσεις του κόσμου, ο Ήλιος ταξίδευε ψηλά χρυσαφένιος τώρα σε μια ειρηνική χώρα με εκτυφλωτικά συννεφένια δάπεδα, αλλά μονάχα το περαστικό του φάντασμα μπορούσαν να δουν κάτω: θολωμένο, χλωμό, χωρίς να δίνει χρώμα ούτε ζέστη. Αλλά, ακόμα και σ’ αυτή την αμυδρή υπενθύμιση της παρουσίας του, το Γκόλουμ συνοφρυώθηκε και αποτραθήχτηκε. Σταμάτησε το ταξίδι τους και ξεκουράστηκαν, καθισμένοι ανακούρκουδα σαν μικρά κυνηγημένα ζώα, στην άκρη ενός μεγάλου καφετιού καλαμοδάσους. Μια βαθιά σιωπή απλωνόταν, που την τάραζαν επιφανειακά ανεπαίσθητα τρεμουλιάσματα από αδειανούς σποροκάλυκες και κομματιασμένα φύλλα χορταριών, που έτρεμαν από ανεπαίσθητες κινήσεις του αέρα που αυτοί δεν μπορούσαν να νιώσουν.

— Ούτε ένα πουλί! είπε ο Σαμ πένθιμα.

— Όχι, δεν έχει πουλιά, είπε το Γκόλουμ. Ωραία πουλιά! έγλειψε τα χείλια του. Δεν έχει πουλιά εδώ. Έχει φίδια, σκουλήκια, πράματα στους βάλτους, πολλά απαίσια πράματα. Όχι πουλιά — τελείωσε λυπημένα.

Ο Σαμ το κοίταξε με αηδία.

Έτσι πέρασε η τρίτη μέρα του ταξιδιού τους με το Γκόλουμ. Πριν μακρύνουν οι σκιές του δειλινού σε χώρες πιο χαρούμενες, ξεκίνησαν πάλι πάντα μπροστά με πολύ σύντομες διακοπές. Κι αυτές δεν τις έκαν τόσο για ξεκούραση, όσο για να Βοηθήσουν το Γκόλουμ· γιατί τώρα κόμα κι αυτό χρειαζόταν να πηγαίνει με πολύ μεγάλη προσοχή και μερικές φορές μπερδευόταν για λίγη ώρα. Είχε φτάσει καταμεσής των Βάλτων των Νεκρών και ήταν σκοτεινά.

Προχωρούσαν αργά, σκυφτά, ο ένας πίσω από τον άλλο, ακολουθώντας προσεκτικά κάθε κίνηση που έκανε το Γκόλουμ. Τα βαλτοτόπια έγιναν ακόμα πιο υγρά και ξάνοιγαν σε πλατιές στάσιμες λίμνες, που ανάμεσά τους γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν σταθερά σημεία που τα πόδια να μπορούν να βαδίσουν χωρίς να βουλιάξουν στη λάσπη που γλουγλούκιζε. Οι ταξιδιώτες ήταν ελαφροί, ειδαλλιώς ίσως κανένας τους να μην είχε μπορέσει να βρει το δρόμο για να περάσει.

Σε λίγο σκοτείνιασε εντελώς — κι ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε μαύρος και Βαρύς στην ανάσα. Όταν φάνηκαν φώτα, ο Σαμ έτριψε τα μάτια του — νόμισε πως του ’στριψε. Πρώτα είδε ένα με την άκρη του αριστερού του ματιού, ένας ατμός που γυάλιζε χλωμά και ξεθώριασε· αλλά κι άλλα φανερώθηκαν σε λίγο — μερικά σαν καπνός που έλαμπε αμυδρά, μερικά σαν θαμπές φλόγες που τρεμόσβηναν αργά πάνω από αόρατα κεριά· εδώ κι εκεί αναδιπλώνονταν σαν σεντόνια φαντασμάτων που τα ξεδίπλωναν κρυμμένα χέρια. Αλλά κανείς απ’ τους συντρόφους του δεν έλεγε λέξη.

Τέλος, ο Σαμ δεν άντεξε άλλο.

Τι ν’ όλ’ αυτά, Γκόλουμ; είπε ψιθυριστά. Αυτά τα φώτα; Είναι ολόγυρά μας τώρα. Είμαστε παγιδευμένοι; Ποιοι είναι;

Το Γκόλουμ σήκωσε το κεφάλι. Μια σκοτεινή λίμνη βρισκόταν μπροστά του και σερνόταν στη γη, εδώ κι εκεί, αμφιβάλλοντας για το δρόμο.

Ναι, είναι παντού γύρω μας, ψιθύρισε. Τα φώτα που σε ξεγελούν. Κεριά πεθαμένων, ναι, ναι. Μην τους δίνεις σημασία! Μην κοιτάς! Μην τ’ ακολουθάς! Πού είναι ο αφέντης;

Ο Σαμ κοίταξε πίσω και διαπίστωσε πως ο Φρόντο είχε πάλι μείνει πίσω. Δεν μπορούσε να τον δει. Έκανε μερικά βήματα πίσω στο σκοτάδι, μην τολμώντας να πάει μακριά ούτε να φωνάξει δυνατότερα από ένα βραχνό ψίθυρο. Ξαφνικά σκόνταψε πάνω στο Φρόντο, που στεκόταν βυθισμένος σε σκέψεις, κοιτάζοντας τα χλωμά φώτα. Τα χέρια του κρέμονταν ξερά στα πλευρά του· νερό και βούρκος έσταζαν από πάνω τους.

Έλα, κύριε Φρόντο! είπε ο Σαμ. Μην τα κοιτάς! Το Γκόλουμ λέει πως δεν πρέπει. Πάμε μαζί του για να βγούμε απ’ αυτό το καταραμένο μέρος, όσο πιο γρήγορα γίνεται — αν γίνεται!

— Εντάξει, είπε ο Φρόντο, λες και ξυπνούσε από όνειρο. Έρχομαι. Προχώρα!