Προχωρώντας βιαστικά πάλι, ο Σαμ σκόνταψε, μάγκωσε το πόδι του σε κάποια παλιά ρίζα ή κάποια τούφα αγριόχορτα. Έπεσε μ’ όλο το βάρος του στα χέρια, που βούλιαξαν βαθιά στο γλιτσερό βούρκο, έτσι που το πρόσωπό του ήρθε κοντά στην επιφάνεια της σκοτεινής λίμνης. Ακούστηκε ένα ξέψυχο σφύριγμα, μια απαίσια μυρωδιά σηκώθηκε, τα φώτα τρεμόσβησαν, χόρεψαν και στριφογύρισαν. Για μια στιγμή το νερό κάτωθέ του έγινε σαν παράθυρο με βρόμικο τζάμι, που από μέσα του έβλεπε. Βγάζοντας βίαια τα χέρια του απ’ το βάλτο, πήδησε πίσω μ’ ένα ξεφωνητό.
— Έχει πεθαμένους, νεκρά πρόσωπα στο νερό, είπε με φρίκη. Νεκρά πρόσωπα!
Το Γκόλουμ γέλασε.
— Οι Βάλτοι των Νεκρών, ναι, ναι — έτσι λέγονται, κακάρισε. Δεν πρέπει να κοιτάς μέσα όταν τα κεριά είναι αναμμένα.
— Ποιοι είναι; Τι είναι; ρώτησε ο Σαμ ανατριχιάζοντας, γυρίζοντας στο Φρόντο, που ήταν τώρα πίσω του.
— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο με φωνή σαν σε όνειρο. Αλλά τα είδα κι εγώ. Στις λιμνούλες όταν άναψαν τα κεριά. Βρίσκονται σ’ όλες τις λιμνούλες, χλωμά πρόσωπα, βαθιά, βαθιά στο σκοτεινό νερό. Τα είδα: άγρια πρόσωπα και κακόβουλα, ευγενικά πρόσωπα και λυπημένα. Πολλά πρόσωπα περήφανα κι ωραία, με φύκια στα ασημένια τους μαλλιά. Όλα όμως βρομούν, όλα σαπίζουν, όλα νεκρά. Και βγάζουν ένα άγριο φως — ο Φρόντο σκέπασε τα μάτια του με τα χέρια του. Δεν ξέρω ποιοι είναι· αλλά νομίζω πως είδα εκεί Ανθρώπους, Ξωτικά και Ορκ στο πλάι τους.
— Ναι, ναι, είπε το Γκόλουμ. Όλοι νεκροί, όλοι σάπιοι. Ξωτικά και Άνθρωποι και Ορκ. Οι Βάλτοι των Νεκρών. Έγινε μεγάλη μάχη εδώ παλιά, ναι, έτσι του είπαν όταν ο Σμήγκολ ήταν μικρός, όταν ήμουν μικρός πριν έρθει το Πολύτιμο. Ήταν μεγάλη μάχη. Ψηλοί Άνθρωποι με μακριά σπαθιά και τρομερά Ξωτικά και Ορκ που ούρλιαζαν. Έδωσαν μάχη στην πεδιάδα για μέρες και μήνες, στις Μαύρες Πύλες. Αλλά οι Βάλτοι μεγάλωσαν από τότε και κατάπιαν τα μνήματα· πάντα απλώνονται και προχωρούν, προχωρούν.
— Αλλά αυτά έγιναν εδώ κι έναν αιώνα και παραπάνω, είπε ο Σαμ. Οι Νεκροί δεν μπορεί να ’ναι στ’ αλήθεια εκεί! Είναι μήπως κανένα κόλπο που σκαρφίστηκαν στη Μαύρη Χώρα;
— Ποιος ξέρει; Ο Σμήγκολ δεν ξέρει, απάντησε το Γκόλουμ. Δεν μπορείς να τους φτάσεις, δεν μπορείς να τους αγγίξεις. Προσπαθήσαμε μια φορά. ναι, πολύτιμο. Προσπάθησα μια φορά· αλλά δεν μπορείς να τους φτάσεις. Μόνο σχήματα για να τα βλέπεις, ίσως, όχι για να τα αγγίζεις. Όχι, πολύτιμο! Όλοι νεκροί.
Ο Σαμ το κοίταξε σκοτεινά κι ανατρίχιασε ξανά και σκέφτηκε πως μάντευε γιατί ο Σμήγκολ είχε προσπαθήσει να τους αγγίξει.
— Εγώ πάντως δε θέλω να τους βλέπω, είπε. Ποτέ πια! Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας και να φύγουμε;
— Ναι, ναι, είπε το Γκόλουμ. Αργά, όμως, πολύ αργά. Πολύ προσεχτικά! Ειδαλλιώς, οι χόμπιτ θα πάνε κάτω να κάνουν παρέα των Νεκρών και ν’ ανάβουν μικρά κεριά. Ακολουθήστε το Σμήγκολ! Μην κοιτάτε τα φώτα!
Προχώρησε σκυφτό προς τα δεξιά, αναζητώντας δρόμο γύρω από τη λίμνη. Αυτοί ακολουθούσαν από κοντά, καμπουριασμένοι, χρησιμοποιώντας συχνά τα χέρια τους, όπως κι αυτό.
«Τρία πολύτιμα μικρά Γκόλουμ στη σειρά θα καταντήσουμε, αν αυτό βαστήξει πολύ ακόμα, σκέφτηκε ο Σαμ.»
Τέλος, έφτασαν στην άκρη της μαύρης λίμνης και την πέρασαν, με πολλούς κινδύνους, σερνόμενοι ή πηδώντας απ’ το ένα επικίνδυνο σημείο στο άλλο. Συχνά έχαναν την ισορροπία τους και πατούσαν ή έπεφταν με τα χέρια μπροστά σε νερά βρόμικα σαν βόθρος, μέχρι που γλίτσιασαν και βρομίστηκαν σχεδόν ως το λαιμό και ο ένας μπορούσε να μυρίσει την αποφορά του άλλου.
Ήταν αργά τη νύχτα όταν, τέλος, έφτασαν σε πιο στέρεο έδαφος ξανά. Το Γκόλουμ σφύριζε και ψιθύριζε στον εαυτό του, αλλά έδειχνε ευχαριστημένο — κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο, με κάποια συνδυασμένη αίσθηση αφής και οσμής, και με μια υπερφυσική μνήμη να ξεχωρίζει σχήματα στο σκοτάδι, έδειχνε να ξέρει πάλι πού βρισκόταν ακριβώς και να είναι σίγουρο για το δρόμο μπροστά του.
— Τώρα συνεχίζουμε! είπε. Καλοί χόμπιτ! Γενναίοι χόμπιτ! Πολύ κουρασμένοι, φυσικά· το ίδιο κι εμείς, πολύτιμο μου, όλοι μας. Αλλά πρέπει να πάρουμε τον αφέντη μακριά απ’ τα απαίσια φώτα, ναι, ναι, πρέπει.
Μ’ αυτά τα λόγια ξεκίνησε πάλι, σχεδόν τριποδίζοντας, κατηφορίζοντας κάτι που έμοιαζε να είναι ένας μακρύς διάδρομος ανάμεσα από ψηλές καλαμιές κι αυτοί τον ακολουθούσαν τρεκλίζοντας, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλά σε λίγο σταμάτησε απότομα κι οσμίστηκε με αμφιβολία τον αέρα, σφυρίζοντας λες και κάτι να το ενοχλούσε ή να το δυσαρεστούσε ξανά.
— Τι είναι; γρύλισε ο Σαμ, παρεξηγώντας τα σημάδια. Ποιος ο λόγος που οσμίζεσαι; Εγώ κοντεύω να λιποθυμήσω από τη βρόμα κι έχω και τη μύτη μου κλειστή. Κι εσύ βρομοκράζεις κι ο κύριος βρομάει· όλος ο τόπος βρομάει και ζέχνει!