— Ναι, ναι, κι ο Σαμ βρομοκράζει! απάντησε το Γκόλουμ. Ο κακομοίρης ο Σμήγκολ το μυρίζεται, αλλά ο καλός ο Σμήγκολ το υπομένει. Βοηθάει τον καλό αφέντη. Άλλος όμως είναι ο λόγος. Ο αέρας κινείται, έρχεται αλλαγή. Ο Σμήγκολ αναρωτιέται· δεν του αρέσει.
Πήρε ξανά το δρόμο, αλλά η ανησυχία του μεγάλωνε και κάθε τόσο σηκωνόταν ολόρθο και τέντωνε το λαιμό του ανατολικά και νότια. Για αρκετή ώρα οι χόμπιτ δεν άκουγαν ούτε ένιωθαν τι το ανησυχούσε. Ύστερα ξαφνικά κι οι τρεις μαζί σταμάτησαν, κοκάλωσαν κι έστησαν αυτί. Στο Φρόντο και στο Σαμ φάνηκε πως άκουσαν, πολύ μακριά, ένα μακρόσυρτο πένθιμο ουρλιαχτό, διαπεραστικό, ψιλό και απάνθρωπο. Ανατρίχιασαν. Την ίδια στιγμή ένιωσαν και την κίνηση του αέρα· κι έγινε πολύ κρύο. Καθώς στέκονταν τεντώνοντας τ’ αυτιά τους, άκουσαν ένα θόρυβο σαν τον άνεμο που έρχεται από μκριά. Τα θολά φώτα τρεμούλιασαν, ξεθώριασαν κι έσβησαν.
Το Γκόλουμ δεν προχωρούσε με κανέναν τρόπο. Στεκόταν τρέμοντας και παραμιλώντας ακατανόητα, ώσπου ο αέρας τούς έφτασε ορμητικός, σφυρίζοντας κι ουρλιάζοντας πάνω απ’ τους βάλτους. Η νύχτα έγινε λιγότερο μαύρη, είχε αρκετό φως για να Βλέπουν ή να μισοβλέπουν, απροσδιόριστες κορδέλες ομίχλης, να τυλίγονται και να στριφογυρίζουν καθώς πέρασε από πάνω τους και προχώρησε πιο πέρα. Κοιτάζοντας ψηλά είδαν τα σύννεφα να ξανοίγουν και να κουρελιάζονται· κι ύστερα κέρα στο νοτιά αχνόφεξε το φεγγάρι, ταξιδεύοντας στα κομματιασμένα σύννεφα που έφευγαν πετώντας.
Για μια στιγμή το θέαμά του χαροποίησε τις καρδιές των χόμπιτ· αλλά το Γκόλουμ μαζεύτηκε, μουρμουρίζοντας κατάρες στο Άσπρο Πρόσωπο. Ύστερα ο Φρόντο κι ο Σαμ, που κοίταζαν τον ουρανό αναπνέοντας βαθιά τον καθαρότερο αέρα, το είδαν να ’ρχεται: ένα μικρό σύννεφο να έρχεται πετώντας απ’ τους καταραμένους λόφους· μια μαύρη σκιά ξαμολημένη από τη Μόρντορ· μια τεράστια μορφή φτερωτή κι απειλητική. Πέρασε ίσια μπροστά απ’ το φεγγάρι και με μια θανατερή κραυγή έφυγε δυτικά, ξεπερνώντας τον άνεμο στο άγριο τρέξιμό της.
Έπεσαν χάμω και κυλιόντουσαν, χωρίς να τους νοιάζει, στην παγωμένη γη. Αλλά η σκιά του τρόμου έστριψε και γύρισε πίσω, περνώντας χαμηλότερα τώρα, ακριβώς από πάνω τους, παρασέρνοντας την αποφορά των βάλτων με τα απαίσια φτερά της. Κι ύστερα έφυγε, πέταξε πίσω στη Μόρντορ με την ταχύτητα της οργής του Σόρον και πίσω της ο αέρας έφυγε βουίζοντας μακριά κι άφησε τους Βάλτους των Νεκρών γυμνούς και πένθιμους. Η γυμνή ερημιά, ως εκεί που έφτανε το μάτι, ακόμα κι ως τη μακρινή απειλή των βουνών, ήταν τόπους τόπους φωτισμένη με το άστατο φεγγαρόφωτο.
Ο Φρόντο και ο Σαμ σηκώθηκαν, τρίβοντας τα μάτια τους, σαν παιδιά που ξυπνούν από κάποιο κακό όνειρο και βρίσκουν τη νύχτα που ήξεραν να σκεπάζει ακόμα τον κόσμο. Αλλά το Γκόλουμ έμενε ξαπλωμένο στο χώμα, λες και είχε ξεραθεί. Το συνέφεραν με δυσκολία και για αρκετή ώρα δεν έλεγε να σηκώσει το πρόσωπό του, αλλά ήταν γονατισμένο μπροστά με τους αγκώνες, σκεπάζοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του με τα μεγάλα πλατσουκωτά χέρια του.
— Φαντάσματα! θρήνησε. Φτερωτά φαντάσματα! Το Πολύτιμο είναι ο κύριός τους. Τα βλέπουν όλα, όλα! Τίποτα δεν μπορεί να τους κρυφτεί. Κατάρα στο Άσπρο Πρόσωπο! Και Του τα λένε όλα. Αυτός βλέπει, Αυτός ξέρει. Αχ. γκόλουμ, γκόλουμ, γκόλουμ!
Μόνο σαν το φεγγάρι έγειρε, δύοντας πέρα μακριά στο Τολ Μπράντιρ, εδέησε να σηκωθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα ο Σαμ νόμισε πως ένιωσε μια αλλαγή στο Γκόλουμ ξανά. Ήταν πιο δουλοπρεπές και φιλικό· αλλά ο Σαμ το έπιανε να ρίχνει κάτι παράξενες ματιές ώρες ώρες, ιδιαίτερα στο Φρόντο· και όλο και περισσότερο ξαναγύριζε στον παλιό τρόπο της ομιλίας του. Κι ο Σαμ είχε κι άλλη μια ανησυχία που όλο μεγάλωνε. Ο Φρόντο έδειχνε κατάκοπος, κουρασμένος ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Δεν έλεγε τίποτα, δηλαδή σχεδόν ούτε μιλούσε καθόλου· και δεν παραπονιόταν, αλλά περπατούσε σαν κάποιος που κουβαλάει ένα φορτίο, που το βάρος του συνέχεια μεγαλώνει· κι έσερνε τα πόδια του, όλο και πιο αργά, έτσι που ο Σαμ χρειαζόταν συχνά να παρακαλεί το Γκόλουμ να περιμένει και να μην αφήνει τον κύριό τους πίσω.
Πραγματικά, με κάθε βήμα προς τις Πύλες της Μόρντορ, ο Φρόντο ένιωθε το Δαχτυλίδι στην αλυσίδα γύρω από το λαιμό του να γίνεται και πιο βαρύ. Είχε αρχίσει να νιώθει σαν ένα αληθινό Βαρίδι να τον τραβάει προς τη γη. Αλλά πολύ περισσότερο τον ενοχλούσε το Μάτι — έτσι το έλεγε μέσα του. Ήταν κάτι παραπάνω απ’ το βάρος του Δαχτυλιδιού που τον έκανε να μαζεύεται φοβισμένος και να καμπουριάζει όπως περπατούσε. Το Μάτι: εκείνη η φοβερή αίσθηση, που όλο και μεγάλωνε, μιας εχθρικής θέλησης που αγωνιζόταν με μεγάλη δύναμη να τρυπήσει όλες τις σκιές που έκαναν τα σύννεφα, η γη και η σάρκα και να σε δει — να σε καρφώσει με το θανατερό της βλέμμα, γυμνό κι ανίκανο να κουνηθείς. Τόσο λεπτά, τόσο εύθραυστα και λεπτά, είχαν γίνει τα παραπετάσματα που ακόμα την εμπόδιζαν. Ο Φρόντο ήξερε ακριβώς πού ήταν η τωρινή κατοικία και η καρδιά της θέλησης αυτής τώρα: με τόση βεβαιότητα, όση ένας άνθρωπος μπορεί να πει την κατεύθυνση του ήλιου με κλειστά τα μάτια. Την είχε απέναντι του και η δύναμή της τον χτυπούσε κατακούτελα.