Το Γκόλουμ, κατά πάσα πιθανότητα, ένιωθε κάτι παρόμοιο. Αλλά οι χόμπιτ δε μάντευαν τι γινόταν στην άθλια καρδιά του ανάμεσα στην πίεση του Ματιού και στον πόθο του Δαχτυλιδιού που ήταν τόσο κοντά και στη δουλική του υπόσχεση που την έδωσε, κατά ένα μέρος, από το φόβο του παγωμένου σιδερικού. Ο Φρόντο ούτε που το σκεπτόταν καθόλου. Το μυαλό του Σαμ το απασχολούσε ο κύριός του κι ούτε που πρόσεχε το μαύρο σύννεφο που πλάκωνε τη δική του καρδιά. Έβαλε το Φρόντο μπροστά του τώρα και πρόσεχε και την παραμικρή του κίνηση, στηρίζοντάς τον όταν σκόνταφτε και προσπαθώντας να του δίνει κουράγιο με αδέξια λόγια.
Όταν ήρθε η μέρα τέλος, οι χόμπιτ έμειναν κατάπληκτοι βλέποντας πόσο πολύ κοντά στ’ απειλητικά βουνά είχαν πλησιάσει. Ο αέρας τώρα ήταν πιο καθαρός και κρύος και, αν κι ακόμα μακριά, τα τείχη της Μόρντορ δεν ήταν πια μια συννεφιασμένη απειλή που μόλις και την έβλεπε το μάτι, αλλά σαν αγριωποί μαύροι πύργοι κοίταζαν συνοφρυωμένοι πάνω από μια θλιβερή ερημιά. Οι βάλτοι τώρα έδιναν τη θέση τους σε νεκρά σάπια χόρτα και πλατώματα ξερής κομματιασμένης λάσπης. Η γη τώρα ανηφόριζε σχηματίζοντας μακρουλές ρηχές πλαγιές, γυμνές κι ανελέητες, πηγαίνοντας προς την ερημιά που απλωνόταν στην πύλη του Σόρον.
Όσο κρατούσε το γκρίζο φως, ήταν μαζεμένοι όλο φόβο κάτω από ένα μαύρο βράχο σαν σκουλήκια, μαζεμένοι, μην τυχόν και περάσει ο φτερωτός τρόμος και τους εντοπίσει με τα σκληρά του μάτια. Το υπόλοιπο του ταξιδιού εκείνου ήταν μια σκιά φόβου, που όλο μεγάλωνε, που η μνήμη δεν μπορούσε να βρει τίποτα για ν’ αναπαυθεί. Για δυο ακόμα νύχτες εξακολούθησαν με κόπο να προχωρούν στην κουραστική και δίχως μονοπάτια περιοχή. Ο αέρας τούς φάνηκε πως έγινε τραχύς και γεμάτος με μια πικρή αποφορά που τους έκοβε την ανάσα και τους ξέραινε το στόμα.
Τέλος, το πέμπτο πρωινό από τότε που πήραν το δρόμο με το Γκόλουμ, σταμάτησαν γι’ άλλη μια φορά. Μπροστά τους, μαύρα στο φως της αυγής, τα μεγάλα βουνά έφταναν ως τη στέγη των καπνών και των σύννεφων. Στους πρόποδές τους απλώνονταν τεράστιοι βράχοι και κομματιασμένοι λόφοι που τώρα στο πιο κοντινό σημείο ήταν δεν ήταν δώδεκα μίλια μακριά. Ο Φρόντο κοίταξε γύρω του με φρίκη. Μόλο που οι Βάλτοι των Νεκρών ήταν τρομεροί και τα ξερά χερσοτόπια των Καστανών Χωμάτων, η περιοχή που η αργοπερπάτητη μέρα ξεσκέπαζε δίχως βιάση, ήταν πολύ πιο αηδιαστική μπροστά στα μάτια του που δεν ήθελαν να βλέπουν. Ακόμα και στη Λίμνη τών Νεκρών Προσώπων κάποιο κάτωχρο φάντασμα πράσινης άνοιξης θα ερχόταν αλλά εδώ ούτε άνοιξη ούτε καλοκαίρι δε θα ξαναρχόταν πια. Εδώ τίποτα δε ζούσε, ούτε ακόμα και τα λεπρά αγριόχορτα που τρέφονται στη σαπίλα. Οι λιμνούλες που αγωνίζονταν ν’ ανασάνουν πνίγονταν στη στάχτη και στις σερνάμες λάσπες, αρρωστιάρικες άσπρες και γκρίζες, λες και τα βουνά να είχαν ξεράσει τη βρομιά των σωθικών τους στη γη ολόγυρά τους. Ψηλοί σωροί κομματιασμένης και κονιορτοποιημένης πέτρας, μεγάλοι κώνοι γης, καμένης και δηλητηριασμένης, στέκονταν σαν ανόσιο νεκροταφείο· ατέλειωτες σειρές, που αργά τις ξεσκέπαζε το απρόθυμο φως.
Είχαν φτάσει στην ερημωμένη περιοχή που απλωνόταν μπροστά απ’ τη Μόρντορ: το αιώνιο μνημείο του σκοτεινού μόχθου των σκλάβων της, που θα διατηρείται όταν όλοι τους οι σκοποί θα έχουν καταλυθεί· ένας τόπος μολυσμένος, άρρωστος πέρα από κάθε γιατρειά — εκτός και τον σκεπάσει η Μεγάλη Θάλασσα και τον ξεπλύνει με λησμονιά.
— Μου ’ρχεται αναγούλα, είπε ο Σαμ.
Ο Φρόντο δε μίλησε.
Για λίγο στάθηκαν εκεί, σαν αυτούς που βρίσκονται στα πρόθυρα του ύπνου που παραμονεύει ο εφιάλτης, και διστάζουν, αν και ξέρουν πως στο πρωινό θα φτάσουν μόνο μέσα απ’ τις σκιές. Το φως δυνάμωσε και σκλήρυνε. Οι λάκκοι που έχασκαν και τα δηλητηριασμένα βου-ναλάκια έγιναν απαίσια ξεκάθαρα. Ο ήλιος ήταν ψηλά, διαβαίνοντας ανάμεσα σε σύννεφα και μακρόστενες καπνοσημαίες, αλλά ακόμα και το φως του ήλιου ήταν μολυσμένο. Οι χόμπιτ δεν το καλωσόρισαν φαινόταν εχθρικό, ξεσκεπάζοντας την αδυναμία τους — μικρά φαντάσματα που τσίριζαν και πλανιόντουσαν στους σταχτοσωρούς του Μαύρου Άρχοντα.
Πολύ κουρασμένοι για να προχωρήσουν πιο πέρα, αναζήτησαν κάποιο μέρος για να ξεκουραστούν. Για λίγο κάθισαν, χωρίς να μιλούν, κάτω απ’ τη σκιά ενός μικρού λόφου σκουριάς· αλλά βρόμικες αναθυμιάσεις ξέφευγαν από μέσα του και τους κάθονταν στο λαιμό και τους έπνιγαν. Το Γκόλουμ ήταν το πρώτο που σηκώθηκε. Πνιγμένο στα σάλια του σηκώθηκε βρίζοντας και, δίχως κουβέντα ή ματιά στους χόμπιτ, έφυγε μπουσουλώντας στα τέσσερα. Ο Φρόντο κι ο Σαμ σύρθηκαν πίσω του, ώσπου έφτασαν σ’ ένα φαρδύ, σχεδόν στρογγυλό λάκκο, που ήταν ανασηκωμένος από τα δυτικά. Ήταν παγωμένος και νεκρός και βρομερά κατακάθια πολύχρωμης λαδερής γλίτσας βρίσκονταν στον πάτο του. Σ’ αυτή την απαίσια τρύπα μαζεύτηκαν, ελπίζοντας πως στη σκιά της θα ξέφευγαν την προσοχή του Ματιού.