Выбрать главу

Η μέρα πέρασε αργά. Μεγάλη δίψα τούς βασάνιζε, αλλά έπιναν μόνο λίγες σταγόνες από τα παγούρια τους — που τα είχαν για τελευταία φορά γεμίσει στη ρεματιά, που αναπολώντας την τώρα τους φαινόταν τόπος ειρήνης κι ομορφιάς Οι χόμπιτ εναλλάσσονταν φυλάγοντας σκοπιά. Στην αρχή, μόλο που ήταν κουρασμένοι, κανείς τους δεν μπορούσε να κλείσει μάτι· αλλά καθώς ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει στα αργοκίνητα χαμηλά σύννεφα μακριά, ο Σαμ αποκοιμήθηκε. Ήταν η σειρά του Φρόντο να φυλάει. Ήταν ξαπλωμένος με την πλάτη στην πλαγιά του λάκκου, αλλά αυτό δεν του ξαλάφρωνε το αίσθημα του αβάσταχτου φορτίου που τον είχε κυριέψει. Κοίταξε ψηλά στον καπνισμένο ουρανό και είδε παράξενα φαντάσματα, σκοτεινές μορφές καβαλάρηδων και πρόσωπα από το παρελθόν. Έχασε την αίσθηση του χρόνου και ζυγιαζόταν ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, ώσπου η λησμονιά τον τύλιξε.

Ξαφνικά ο Σαμ ξύπνησε με την εντύπωση πως άκουσε τον κύριό του να φωνάζει. Ήταν βραδάκι. Ο Φρόντο δεν ήταν δυνατό να είχε φωνάξει, γιατί είχε αποκοιμηθεί κι είχε κυλίσει κάτω, σχεδόν στο πάτο του λάκκου. Το Γκόλουμ βρισκόταν στο πλευρό του. Για μια στιγμή ο Σαμ νόμισε πως προσπαθούσε να ξυπνήσει το Φρόντο· ύστερα είδε πως δεν ήταν έτσι. Το Γκόλουμ μιλούσε στον εαυτό του. Ο Σμήγκολ είχε μεγάλη συζήτηση με κάποια άλλη σκέψη που χρησιμοποιούσε την ίδια φωνή, αλλά την έκανε να τσιρίζει και να σφυρίζει. Ένα χλωμό κίτρινο φως κι ένα πράσινο φως εναλλάσσονταν στα μάτια του καθώς μιλούσε.

— Ο Σμήγκολ υποσχέθηκε, είπε η πρώτη σκέψη.

— Ναι, ναι, πολύτιμό μου, ήρθε η απάντηση, υποσχεθήκαμε: να σώσουμε το Πολύτιμό μας, να μην αφήσουμε Αυτόν να το πάρει — ποτέ. Αλλά πηγαίνει σ’ Αυτόν, ναι, πιο κοντά με κάθε βήμα. Τι θα κάνει μ’ αυτό ο χόμπιτ, αναρωτιόμαστε, ναι, αναρωτιόμαστε.

— Δεν ξέρω. Δε γίνεται διαφορετικά. Ο αφέντης το έχει. Ο Σμήγκολ υποσχέθηκε να βοηθήσει τον αφέντη.

— Ναι, ναι, να βοηθήσει τον αφέντη — τον αφέντη του Πολύτιμου. Αλλά αν εμείς είμαστε ο αφέντης, τότε θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας, ναι, και να κρατήσουμε τις υποσχέσεις μας.

— Αλλά ο Σμήγκολ είπε πως θα ’ναι πολύ καλός. Καλός χόμπιτ! Έβγαλε το σκληρό σκοινί απ’ το πόδι του Σμήγκολ. Μου μιλάει καλοσυνάτα.

— Πολύ πολύ καλά, ε, πολύτιμό μου; Ας είμαστε καλοί, καλοί σαν ψάρια, γλυκέ μου, αλλά στον εαυτό μας. Όχι να πειράξουμε τον καλό το χόμπιτ, φυσικά, όχι, όχι.

— Αλλά το Πολύτιμο κρατάει την υπόσχεση, η φωνή του Σμήγκολ είχε αντίρρηση.

— Τότε πάρ’ το, είπε η άλλη, κι ας το κρατάμε εμείς. Τότε θα ’μαστε ο αφέντης, γκόλουμ! Θα κάνουμε τον άλλο χόμπιτ, τον κακό και υποψιάρη χόμπιτ, θα τον κάνουμε να σέρνεται, ναι, γκόλουμ!

— Όχι όμως τον καλό το χόμπιτ;

— Ω, όχι, όχι, αν δε μας αρέσει. Πάντως είναι Μπάγκινς, πολύτιμό μου, ναι, ένας Μπάγκινς. Ένας Μπάγκινς το ’κλεψε. Το βρήκε και δεν είπε τίποτα, τίποτα. Τους μισούμε τους Μπάγκινς.

— Όχι, όχι αυτόν τον Μπάγκινς.

— Ναι, τον κάθε Μπάγκινς. Όλους όσους κρατάνε το Πολύτιμο. Πρέπει να το αποκτήσουμε!

— Μα Αυτός θα δει, Αυτός θα το μάθει. Αυτός θα μας το πάρει!

— Αυτός βλέπει. Αυτός ξέρει. Μας άκουσε να δίνουμε ανόητες υποσχέσεις — ενάντια στις διαταγές Του, ναι. Πρέπει να το πάρουμε. Τα Φαντάσματα ψάχνουν. Πρέπει να το πάρουμε.

— Όχι γι’ Αυτόν!

— Όχι, γλυκό μου. Δες, πολύτιμό μου: αν το πάρουμε, τότε μπορούμε να ξεφύγουμε, ακόμα κι απ’ Αυτόν, ε; Μπορεί να γίνουμε πολύ δυνατοί, πιο δυνατοί κι απ’ τα Φαντάσματα. Ο Άρχοντας Σμήγκολ;

Γκόλουμ ο Μέγας; Ο Γκόλουμ! Θα τρώμε ψάρι κάθε μέρα, τρεις φορές τη μέρα, φρέσκο απ’ τη θάλασσα. Ο Πολυτιμότατος Γκόλουμ! Πρέπει να το αποκτήσουμε. Το θέλουμε, το θέλουμε, το θέλουμε!

— Αλλά είναι δύο. Θα ξυπνήσουν γρήγορα και θα μας σκοτώσουν, κλαψούρισε ο Σμήγκολ, σε μια τελευταία προσπάθεια. Όχι τώρα. Όχι ακόμα.

— Το θέλουμε! Αλλά..., κι εδώ έγινε μεγάλη παύση, λες και κάποια καινούρια σκέψη να ’χε ξυπνήσει. Όχι ακόμα, ε; Ίσως όχι. Αυτή μπορεί να βοηθήσει. Μπορεί αυτή, ναι.

— Όχι, όχι! Όχι μ’ αυτόν τον τρόπο! θρήνησε ο Σμήγκολ.