Выбрать главу

— Ναι! Το θέλουμε! Το θέλουμε!

Κάθε φορά που μιλούσε η δεύτερη σκέψη, το μακρύ χέρι του Γκόλουμ απλωνόταν αργά, ψαχουλευτά στο Φρόντο, κι ύστερα μ’ ένα τίναγμα τραβιόταν πίσω όταν ξαναμιλούσε ο Σμήγκολ. Τελικά, και τα δύο χέρια, με τα μακριά δάχτυλα ν’ ανοιγοκλείνουν σπασμωδικά, απλώθηκαν γρατσουνιστά για το λαιμό του.

Ο Σαμ είχε μείνει ακίνητος, συνεπαρμένος απ’ αυτόν το διάλογο, παρακολουθώντας όμως την κάθε κίνηση που έκανε το Γκόλουμ κάτω απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Στο απλοϊκό του μυαλό, η πείνα αυτή καθαυτή, η επιθυμία να φάει χόμπιτ, του είχαν φανεί πως ήταν ο κυριότερος κίνδυνος απ’ το Γκόλουμ. Τώρα κατάλαβε πως δεν ήταν έτσι: το Γκόλουμ ένιωθε το τρομερό κάλεσμα του Δαχτυλιδιού. Αυτός ήταν ο Μαύρος Άρχοντας, φυσικά· Αυτή όμως ποια να ’ταν, αναρωτιόταν ο Σαμ. Κάποια απ’ τους απαίσιους φίλους που το άθλιο πλάσμα θα είχε κάνει στις περιπλανήσεις του, υπέθεσε. Ύστερα το ξέχασε, γιατί φαινόταν καθαρά πως τα πράγμτα είχαν πολύ προχωρήσει κι άρχιζαν να γίνονται επικίνδυνα. Ένα μεγάλο βάρος του πλάκωνε όλα τα μέλη, αλλά ξύπνησε καταβάλλοντος προσπάθεια κι ανακάθισε. Κάτι τον προειδοποίησε να προσέξει να μη φανερώσει πως είχε κρυφακούσει το διάλογο. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό κι ένα μεγαλόπρεπο χασμουρητό.

— Τι ώρα είναι; είπε νυσταγμένα.

Το Γκόλουμε έβγαλε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα μέσ’ απ’ τα δόντια του. Σηκώθηκε για μια στιγμή, τεντωμένο κι απειλητικό· κι ύστερα έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να σέρνεται ανεβαίνοντας την πλευρά του λάκκου.

— Καλοί χόμπιτ! Καλός Σαμ! είπε. Υπναράδες, ναι, υπναράδες! Αφήνετε τον καλό το Σμήγκολ να φυλάει! Αλλά βράδιασε. Το σκοτάδι πέφτει. Ώρα να ξεκινήσουμε.

«Ώρα και κάτι παραπάνω! σκέφτηκε ο Σαμ. Κι ώρα να χωριστούμε, μάλιστα.»

Του πέρασε όμως απ’ το μυαλό κι αναρωτήθηκε αν πραγματικά το Γκόλουμ δεν ήταν τώρα το ίδιο επικίνδυνο ελεύθερο, όσο κι αν το κρατούσαν μαζί τους.

— Μπα, που να το πάρει! Μακάρι να το ’χα πνίξει! μουρμούρισε. Κατέβηκε σκοντάφτοντας την πλαγιά και ξύπνησε τον κύριό του. Κατά παράξενο τρόπο, ο Φρόντο ένιωσε αναζωογονημένος. Είχε δει όνειρα. Η σκοτεινή σκιά είχε περάσει κι ένα ωραίο όραμα τον είχε επισκεφτεί σ’ αυτόν τον αρρωστημένο τόπο. Τίποτα δεν του είχε μείνει στη μνήμη, κι όμως εξαιτίας του ένιωθε χαρούμενος και με την καρδιά ξαλαφρωμένη, Το φορτίο του έπεφτε λιγότερο βαρύ πάνω του. Το Γκόλουμ τον υποδέχτηκε κάνοντας χαρές σαν σκύλος. Γελούσε και πολυλογούσε κι έτριζε τα μακριά του δάχτυλα και ψηλαφούσε τα γόνατα του Φρόντο. Ο Φρόντο του χαμογέλασε.

— Έλα! είπε. Μας έχεις οδηγήσει καλά και πιστά. Αυτό είναι το τελευταίο κομμάτι. Πήγαινέ μας ως την Πύλη κι ύστερα δε θα σου ζητήσω να πας πιο πέρα. Πήγαινέ μας στην Πύλη και μπορείς να πας όπου θέλεις — εκτός απ’ τους εχθρούς μας.

— Στην Πύλη, ε; τσίριξε το Γκόλουμ, κάνοντας το έκπληκτο και τρομαγμένο. Στην Πύλη, λέει ο αφέντης! Ναι, έτσι λέει. Και ο καλός ο Σμήγκολ κάνει ό,τι του ζητήσει, ω, ναι. Αλλά σαν πάμε πιο κοντά, θα δούμε ίσως, θα δούμε τότε. Δεν είναι καθόλου ωραία. Ω, όχι! Ω, όχι!

— Άντε μπρος! είπε ο Σαμ. Πάμε να ξεμπερδεύουμε!

Με τον ερχομό του δειλινού σκαρφάλωσαν και βγήκαν απ’ το λάκκο και αργά έβρισκαν δρόμο στη νεκρή περιοχή. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν ένιωσαν για άλλη μια φορά το φόβο που τους είχε κυριεύσει όταν η φτερωτή μορφή είχε πετάξει πάνω από τους βάλτους. Σταμάτησαν και μαζεύτηκαν φοβισμένοι στο χώμα που βρομούσε απαίσια· αλλά δεν είδαν τίποτα στον πένθιμο βραδινό ουρανό και γρήγορα η απειλή πέρασε, πολύ ψηλά, πηγαίνοντας ίσως για κάποιο βιαστικό θέλημα απ’ το Μπαράντ-ντουρ. Σε λίγο το Γκόλουμ σηκώθηκε και σύρθηκε πάλι μπροστά, μουρμουρίζοντας και τρέμοντας.

Περίπου μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα ο φόβος τούς κυρίευσε πάλι, για τρίτη φορά, αλλά τώρα ήταν πιο μακρινός, λες και περνούσε πολύ ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, τρέχοντας με τρομερή ταχύτητα στη Δύση. Το Γκόλουμ όμως είχε αχρηστευτεί απ’ την τρομάρα του κι ήταν σίγουρο πως τους κυνηγούσαν κι ότι ήξεραν τον ερχομό τους.

— Τρεις φορές! κλαψούρισε. Τρεις φορές είναι απειλή. Μας νιώθουν πως είμαστε εδώ, νιώθουν το Πολύτιμο. Το Πολύτιμο είναι ο αφέντης τους. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα απ’ αυτόν το δρόμο, όχι. Είναι μάταιο, μάταιο!

Τα παρακάλια και τα όμορφα λόγια δεν ωφελούσαν σε τίποτα πια. Μόνον όταν ο Φρόντο το διέταξε θυμωμένος κι έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, τότε μονάχα σηκώθηκε πάλι το Γκόλουμ. Ύστερα, τελικά, μ’ ένα απειλητικό γρύλισμα σηκώθηκε και προχώρησε μπροστά σαν δαρμένο σκυλί.

Έτσι προχώρησαν σκοντάφτοντας κουρασμένα, ώσπου τελείωσε η νύχτα κι ως τον ερχομό μιας ακόμα μέρας τρόμου περπατούσαν σιωπηλά με σκυμμένα κεφάλια, δίχως να βλέπουν και ν’ ακούν τίποτα, έξω απ’ το σφύριγμα του ανέμου στ’ αυτιά τους.