Κεφάλαιο III
Η ΜΑΥΡΗ ΠΥΛΗ ΚΛΕΙΝΕΙ
Πριν φέξει η άλλη μέρα, το ταξίδι τους για τη Μόρντορ τελείωσε. Οι βάλτοι και η έρημος ήταν πίσω τους. Μπροστά τους, σκοτεινά με φόντο ένα χλωμό αρρωστιάρικο ουρανό, τα μεγάλα βουνά σήκωναν τ’ απειλητικά τους κεφάλια.
Στα δυτικά της Μόρντορ απλωνόταν η πένθιμη οροσειρά των Έφελ Ντούαθ, των Βουνών της Σκιάς, και στα βορινά οι οδοντωτές κορφές και τα γυμνά διάσελα των Έρεντ Λίθουι, γκρίζες σαν στάχτη. Αλλά καθώς αυτές οι οροσειρές πλησίαζαν η μία την άλλη, αποτελώντας στ’ αλήθεια τμήματα μόνον ενός μεγάλου τείχους γύρω από τις πένθιμες πεδιάδες του Λίθλαντ και του Γκόργκοροθ και της πικρής κλειστής θάλασσας του Νούρνεν καταμεσής, άπλωναν μακριές προεκτάσεις κατά το βοριά· κι ανάμεσα σ’ αυτές τις προεκτάσεις υπήρχε ένα βαθύ στενό πέρασμα. Αυτό ήταν το Κίριθ Γκόργκορ, το Στοιχειωμένο Πέρασμα, η είσοδος στη γη του Εχθρού. Ψηλοί λόφοι χαμήλωναν κι απ’ τις δυο πλευρές και δυο απόκρημνοι λόφοι ξεπετάγονταν μπροστά στο στόμιο του, μαυροκόκαλοι και γυμνοί. Πάνω τους στέκονταν τα Δόντια της Μόρντορ, δυο πύργοι ψηλοί και δυνατοί. Σε μέρες πολύ παλιές τούς είχαν χτίσει οι Ανθρωποι της Γκόντορ, τότε που ήταν περήφανοι και δυνατοί, ύστερα από την ήττα του Σόρον και τη φυγή του, μην τυχόν και γυρέψει πάλι να επιστρέψει στο παλιό του βασίλειο. Αλλά η δύναμη της Γκόντορ εξασθένισε και οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν και για πολλά χρόνια οι πύργοι στέκονταν άδειοι. Ύστερα ο Σόρον επέστρεψε. Τώρα οι πύργοι της φρουράς, που είχαν ερειπωθεί, επισκευάστηκαν και τους γέμισαν με όπλα και τοποθέτησαν ακοίμητη φρουρά. Η όψη τους ήταν πέτρινη, με σκοτεινές τρύπες για παράθυρα, που ξάνοιγαν από βοριά, ανατολή και δύση και κάθε παράθυρο ήταν γεμάτο ακοίμητα μάτια.
Πάνω απ’ το στόμιο του περάσματος, από λόφο σε λόφο, ο Μαύρος Άρχοντας είχε φτιάξει πέτρινες επάλξεις. Κι εκεί είχε μια μοναδική σιδερένια πύλη που στις πολεμίστρες της περνοδιάβαιναν ασταμάτητα φρουροί. Στα σπλάχνα των λόφων κι απ’ τις δυο πλευρές ο βράχος είχε τρυπηθεί σε χιλιάδες σπηλιές και σκουληκότρυπες: εκεί ένα πλήθος ορκ βρίσκονταν σ’ επιφυλακή, έτοιμοι με το πρώτο παράγγελμα να ξεχυθούν σαν μαύρα μυρμήγκια που πάνε στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει τα δόντια της Μόρντορ δίχως να νιώσει το δάγκωμά τους, εκτός και ήταν καλεσμένος του Σόρον ή ήξερε τα μυστικά συνθήματα που θα άνοιγαν τη Μοράνον, τη μαύρη πύλη της χώρας του.
Οι δυο χόμπιτ κοίταζαν τους πύργους και το τείχος με απελπισία. Ακόμα κι από μακριά μπορούσαν να δουν στο θαμπό φως τις κινήσεις των μαύρων φρουρών πάνω στο τείχος και τις περιπόλους μπροστά στην πύλη. Ήταν πεσμένοι χάμω τώρα και κρυφοκοίταζαν πάνω απ’ την άκρη μιας πέτρινης λακκούβας, κάτω απ’ τη μακρουλή σκιά της πιο βορινής προεξοχής των Έφελ Ντούαθ. Πετώντας στη βαριά ατμόσφαιρα σε ίσια γραμμή ένα κοράκι θα έκανε κάπου διακόσιες γιάρδες απ’ την κρυψώνα τους ως τη μαύρη κορυφή του πιο κοντινού πύργου. Πάνωθέ του ανέβαινε, σχηματίζοντας δαχτυλίδια, λιγοστός καπνός, λες και κάποια φωτιά να σιγόκαιγε στα βάθη του λόφου.
Ξημέρωσε και ο χλωμοκίτρινος ήλιος τρεμόπαιζε στ’ άψυχα διάσελα των Έρεντ Λίθουι. Ύστερα ξαφνικά ακούστηκε το σάλπισμα από χαλκόφωνες σάλπιγγες. Αντηχούσαν απ’ τους πύργους της φρουράς και, μακριά, από κρυμμένα φρούρια και φυλάκια στους λόφους, ακούστηκαν να σαλπίζουν απαντήσεις· κι ακόμα μακρύτερα, απόμακρα αλλά βαθιά κι απειλητικά, αντήχησαν στην κοιλάδα πίσω τα πανίσχυρα βούκινα και τύμπανα του Μπαράντ-ντουρ. Ακόμα μια τρομερή μέρα φόβου και μόχθου είχε ξημερώσει στη Μόρντορ· και οι νυχτοφρουροί έπαιρναν το προσκλητήριο να επιστρέψουν στα μπουντρούμια τους και στις βαθιές τους αίθουσες, ενώ οι φρουροί της μέρας, άγριοι και βλοσυροί, πήγαιναν στις θέσεις τους. Ατσάλι γυάλιζε θαμπά στις επάλξεις.
— Λοιπόν, να ’μαστε! είπε ο Σαμ. Να τη κι η Πύλη, κι εμένα μου φαίνεται πως πιο πέρα δεν πρόκειται να πάμε. Μωρέ, αν μ’ έβλεπε τώρα ο Γέρος μου, θα ’χε να μου πει κάνα δυο κουβέντες στρογγυλές! Συχνά μου το ’λεγε πως δε θα ’χω καλά στερνά, αν δεν προσέχω πού πάω, το ’λεγε και το ξανάλεγε. Τώρα όμως δε φαντάζομαι πως θα τον ξαναδώ το γέρο πάλι. Θα χάσει την ευκαιρία να μου πει «σ’ τα ’λεγα εγώ, Σαμ»· κρίμα. Μακάρι να με κατσάδιαζε ώσπου να του κοβόταν η ανάσα, αν ήταν μπορετό να δω ξανά το γέρικο του πρόσωπο. Αλλά θα πρέπει να πλυθώ πρώτα, ειδαλλιώς δε θα με γνώριζε.
»Φαντάζομαι πως δε βγαίνει τίποτα αν ρωτήσω “από πού πάμε τώρα;”. Δεν μπορούμε να πάμε πιο πέρα — εκτός και θέλουμε να παρακαλέσουμε τους Ορκ να μας εξυπηρετήσουν.