Выбрать главу

— Όχι, όχι! είπε το Γκόλουμ. Δε βγαίνει τίποτα. Δεν μπορούμε να πάμε πιο πέρα. Ο Σμήγκολ το ’χε πει. Είπε: Θα πάμε στην Πύλη κι ύστερα θα δούμε. Και να που βλέπουμε. Ω, ναι, πολύτιμό μου, να που βλέπουμε. Ο Σμήγκολ το ’ξερε πως οι χόμπιτ δε θα μπορούσαν να πάνε από δω. Ω, ναι, ο Σμήγκολ το ’ξερε.

— Τότε, τι στην οργή μας έφερες εδώ; είπε ο Σαμ, που δε βρισκόταν σε ψυχική διάθεση να φερθεί δίκαια ή λογικά.

— Ο αφέντης το ’πε. Ο αφέντης λέει: Πήγαινέ μας στην Πύλη. Έτσι ο καλός ο Σμήγκολ το κάνει. Έτσι είπε ο αφέντης, σοφός αφέντης.

— Έτσι είπα, είπε ο Φρόντο.

Το πρόσωπό του ήταν αγριωπό κι ακίνητο, αλλά αποφασισμένο. Ήταν βρόμικος, κατάχλωμος και ρουφηγμένος απ’ την κούραση, αλλά δε ζάρωνε απ’ το φόβο και η ματιά του ήταν καθαρή.

— Έτσι είπα, γιατί σκοπεύω να μπω στη Μόρντορ και δεν ξέρω άλλο δρόμο. Επομένως θα πάω απ’ αυτόν το δρόμο. Δε ζητώ σε κανέναν νά ’ρθει μαζί μου.

— Όχι, όχι, αφέντη! θρήνησε το Γκόλουμ, ψηλαφώντας τον και δείχνοντας πως το είχε κυριέψει μεγάλη απελπισία. Δε βγαίνει τίποτα από δω! Τίποτα! Μην πας το Πολύτιμο σ’ Αυτόν. Θα μας καταβροχθίσει όλους. Αυτός, αν το πάρει, θα καταβροχθίσει όλον τον κόσμο. Κράτησέ το, καλέ αφέντη, και δείξου καλός στο Σμήγκολ. Αυτόν μην Τον αφήσεις να το πάρει. Ή φύγε, πήγαινε σε ωραίους τόπους και δώσ’ το πίσω στο μικρούλη Σμήγκολ. Ναι, ναι, αφέντη: δώσ’ το πίσω, ε; Ο Σμήγκολ θα το φυλάξει· θα κάνει ένα σωρό καλά, ιδιαίτερα στους καλούς χόμπιτ. Οι χόμπιτ θα πάνε σπίτια τους. Μην πας στην Πύλη!

— Έχω διαταγή να πάω στη γη της Μόρντορ, επομένως θα πάω, είπε ο Φρόντο. Αν υπάρχει ένας μονάχα δρόμος, τότε πρέπει να τον πάρω. Κι ό,τι γίνει ύστερα, ας γίνει.

Ο Σαμ δεν έλεγε τίποτα. Η έκφραση στο πρόσωπο του Φρόντο του ήταν αρκετή. Ήξερε πως χα. λόγια του θα πήγαιναν χαμένα. Κι οπωσδήποτε ποτέ του δεν είχε αληθινή ελπίδα στην υπόθεση απ’ την αρχή· αλλά όντας αισιόδοξος χόμπιτ, δεν είχε χρειαστεί την ελπίδα, όσο μπορούσε να αναβάλλει την απελπισία. Τώρα ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Αυτός όμως δεν είχε εγκαταλείψει τον κύριό του σ’ όλον το δρόμο· αυτός ήταν κυρίως ο λόγος που είχε έρθει και δε θα τον εγκατέλειπε τώρα. Ο κύριός του δε θα πήγαινε στη Μόρντορ μονάχος.

Ο Σαμ θα πήγαινε μαζί του — κι οπωσδήποτε θα ξεφορτώνονταν το Γκόλουμ.

Το Γκόλουμ όμως δε σκόπευε να το ξεφορτωθούν ακόμα. Γονάτισε στα πόδια του Φρόντο, τρίβοντας τα χέρια του απελπισμένα και τσιρίζοντας.

— Όχι, απ’ αυτόν το δρόμο, αφέντη! ικέτευε. Υπάρχει κι άλλος δρόμος. Ω, ναι, στ’ αλήθεια υπάρχει. Κι άλλος δρόμος, πιο σκοτεινός, πιο δύσκολος να βρεθεί, πιο μυστικός. Ο Σμήγκολ όμως τον ξέρει. Άσε το Σμήγκολ να σου δείξει!

— Άλλος δρόμος! είπε ο Φρόντο με αμφιβολία, κοιτάζοντας το Γκόλουμ με μάτια ερευνητικά.

— Μάλισστα! Μάλισστα, βέβαια! Υπήρχε κάποιος άλλος δρόμος. Ο Σμήγκολ τον βρήκε. Πάμε να δούμε αν είναι ακόμα εκεί!

— Αυτό δε μας το ’χεις ξαναπεί.

— Όχι. Ο αφέντης δε ρώτησε. Ο αφέντης δεν είπε τι σκόπευε να κάνει. Δε λέει στο φτωχό Σμήγκολ. Λέει: «Σμήγκολ, πήγαινέ με στην Πύλη» — κι ύστερα «αντίο». Ο Σμήγκολ μπορεί να φύγει και να ’ναι καλό παιδί. Τώρα όμως λέει: «Σκοπεύω να μπω στη Μόρντορ απ’ αυτόν το δρόμο». Κι έτσι ο Σμήγκολ τρομάζει πολύ. Δε θέλει να χάσει τον καλό αφέντη. Και υποσχέθηκε, ο αφέντης τον έβαλε να υποσχεθεί, να σώσει το Πολύτιμο. Αλλά ο αφέντης πάει να το δώσει σ’ Αυτόν, ίσια στο Μαύρο Χέρι, αν ο αφέντης πάει από δω. Γι’ αυτό ο Σμήγκολ πρέπει να σώσει και τους δύο και θυμάται κάποιον άλλο δρόμο που υπήρχε, μια φορά. Καλός αφέντης. Ο Σμήγκολ πολύ καλός, πάντα βοηθάει.

Ο Σαμ ζάρωσε τα φρύδια του. Αν μπορούσε ν’ ανοίξει τρύπες στο Γκόλουμ με τα μάτια του, θα το είχε κάνει. Ο νους του ήταν γεμάτος αμφιβολίες. Κατά τα φαινόμενα, το Γκόλουμ έδειχνε στ’ αλήθεια καταστεναχωρημένο και πρόθυμο να βοηθήσει το Φρόντο. Αλλά ο Σαμ, μη ξεχνώντας το διάλογο που είχε κρυφακούσει, δυσκολευόταν να πιστέψει πως η προσωπικότητα του Σμήγκολ, τόσον καιρό καταπιεσμένη, είχε επικρατήσει: η φωνή εκείνη, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε την τελευταία λέξη στο διάλογο. Η άποψη του Σαμ ήταν πως τα δυο κομμάτια Σμήγκολ και Γκόλουμ (ή, όπως τα ’λεγε μέσα του, ο Μουλωχτός κι ο Βρομερός) είχαν κάνει ανακωχή και προσωρινή συμμαχία: κανείς τους δεν ήθελε να πάρει το Δαχτυλίδι ο Εχθρός: κι οι δύο ήθελαν να προφυλάξουν το Φρόντο να μην τον πιάσουν και να τον έχουν κάτω από το βλέμμα τους, όσο το δυνατόν περισσότερο — τουλάχιστο για όσο καιρό ο Βρομερός είχε την πιθανότητα να βάλει χέρι στο «Πολύτιμό» του, Ο Σαμ είχε αμφιβολίες αν υπήρχε στ’ αλήθεια άλλος δρόμος για τη Μόρντορ.

«Κι ευτυχώς που ούτε το ένα μισό ούτε το άλλο αυτού του γερο-μπαγαπόντη δεν ξέρουν τι σκοπεύει να κάνει ο κύριος, σκέφτηκε. Αν ήξερε πως ο κύριος Φρόντο προσπαθεί να ξεκάνει το Πολύτιμο του μια για πάντα, θα ’χαμε φασαρίες ώσπου να πεις αλεύρι, πάω στοίχημα. Πάντως ο γερο-Βρομερός φοβάται τόσο πολύ τον Εχθρό — κι έχει πάρει διαταγές απ’ Αυτόν ή είχε -, που θα προτιμήσει να μας προδώσει παρά να τον τσακώσουν να μας βοηθάει· και παρά ν’ αφήσει να του λιώσουν το Πολύτιμό του, ίσως. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Κι ελπίζω ο κύριος να το σκεφτεί προσεχτικά. Είναι μυαλωμένος, απ’ τους πιο μυαλωμένους μάλιστα, αλλά είναι και καλόκαρδος. Κανένας Γκάμγκη δε θα μπορούσε να μαντέψει τι θα κάνει τώρα.»