Выбрать главу

Ο Σαμ κοίταξε τον κύριό του επιδοκιμαστικά, αλλά και έκπληκτα: το πρόσωπό του είχε τέτοια έκφραση και η φωνή του τέτοιον τόνο, που δεν τα ’χε δει ξανά. Ανέκαθεν είχε την εντύπωση πως η καλοσύνη του καλού κυρίου Φρόντο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε σίγουρα έκρυβε και μια δόση αφέλειας. Βέβαια, είχε επίσης και την παράλογη πίστη ότι ο κύριος Φρόντο ήταν το πιο σοφό πρόσωπο στον κόσμο (με την πιθανή εξαίρεση του Γερο-κύριου Μπίλμπο και του Γκάνταλφ). Το Γκόλουμ με το δικό του τρόπο και πολύ πιο δικαιολογημένα, αφού η γνωριμία του ήταν πολύ πιο σύντομη, μπορεί να είχε κάνει παρόμοιο λάθος, μπερδεύοντας την καλοσύνη με την αφέλεια. Πάντως, αυτά τα λόγια το έκαναν να τα χάσει και να τρομάξει. Έπεσε και κυλιόταν στο χώμα και δεν ξεκαθάριζε κουβέντα απ’ όσα έλεγε, εκτός απ’ το καλός αφέντης.

Ο Φρόντο περίμενε υπομονετικά για λίγο κι ύστερα μίλησε ξανά λιγότερο αυστηρά.

— Έλα τώρα, Γκόλουμ ή Σμήγκολ αν θέλεις, πες μου γι’ αυτόν τον άλλο δρόμο, και δείξε μου, αν μπορείς, τι ελπίδες υπάρχουν σ’ αυτόν, κι αν είναι αρκετές για να δικαιολογούν ν’ αφήσω το φανερό μου δρόμο. Βιάζομαι.

Αλλά το Γκόλουμ ήταν σε αξιολύπητη κατάσταση και η απειλή του Φρόντο το ’χε εντελώς παραλύσει. Δεν ήταν εύκολο να διηγηθεί τίποτα ξεκάθαρα ανάμεσα στα ψελλίσματα και στις τσιριξιές του και στις συχνές διακοπές του, που σερνόταν χάμω και παρακαλούσε και τους δυο να φανούν καλοί στο «φτωχό μικρούλη Σμήγκολ». Αργότερα ηρέμησε περισσότερο και ο Φρόντο κατάφερε σιγά σιγά να καταλάβει πως, αν ένας ταξιδιώτης ακολουθούσε το δρόμο που έστριβε δυτικά στα Έφελ Ντούαθ, θα έφτανε κάποτε σ’ ένα σταυροδρόμι που το κύκλωναν σκοτεινά δέντρα. Στα δεξιά ένας δρόμος κατηφόριζε στην Οσκίλιαθ και στις γέφυρες του Άντουιν ο μεσαίος δρόμος συνέχιζε νότια.

— Πάει και πάει και πάει, είπε το Γκόλουμ. Ποτέ δεν πήγαμε από κει, αλλά λένε πως πάει εκατό λεύγες, ώσπου μπορείς να δεις το Μεγάλο Νερό που ποτέ δεν ησυχάζει. Έχει πολλά ψάρια εκεί, και μεγάλα πουλιά τρώνε ψάρια: ωραία πουλιά: αλλά εμείς δεν πήγαμε ποτέ εκεί, κρίμα! Ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία. Κι ακόμα πιο κάτω, λέει, υπάρχουν κι άλλοι τόποι, αλλά το Κίτρινο Πρόσωπο είναι πολύ ζεστό εκεί κι έχει σπάνια σύννεφα κι οι άνθρωποι είναι άγριοι κι έχουν σκούρα πρόσωπα. Εμείς δε θέλουμε να δούμε αυτόν τον τόπο.

— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά μη βγαίνεις απ’ την πορεία σου. Και η τρίτη στροφή;

— Ω, ναι, ναι, υπάρχει κι ένας τρίτος δρόμος, είπε το Γκόλουμ. Ο δρόμος αριστερά. Αυτός αμέσως αρχίζει ν’ ανηφορίζει ψηλά ψηλά, στριφογυρίζει κι ανεβαίνει και γυρίζει πίσω στις ψηλές σκιές. Κι όταν στρίψει γύρω απ’ το μαύρο βράχο θα το δείτε, θα το δείτε ξαφνικά από πάνω σας και θα θέλετε να κρυφτείτε.

— Θα το δούμε, θα το δούμε; Τι θα δεις;

— Το παλιό φρούριο, πολύ παλιό, πολύ φοβερό τώρα. Ακούγαμε ιστορίες από το Νοτιά, όταν ο Σμήγκολ ήταν νέος, πολύ παλιά. Ω, ναι, συνηθίζαμε να λέμε ένα σωρό ιστορίες το βράδυ, καθισμένοι στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, στους τόπους με τις ιτιές, τότε που κι ο Ποταμός ήταν πιο νέος, γκόλουμ, γκόλουμ.

Άρχισε να κλαίει και να μουρμουρίζει. Οι χόμπιτ περίμεναν υπομονετικά.

— Ιστορίες απ’ το Νοτιά, συνέχισε πάλι το Γκόλουμ, για τους ψηλούς Ανθρώπους με τ’ αστραφτερά μάτια, με τα σπίτια σαν πέτρινους λόφους και την ασημένια κορόνα του Βασιλιά τους και το Άσπρο του το Δέντρο: ιστορίες θαυμαστές. Έφτιαξαν πολύ ψηλούς πύργους κι ο ένας που έφτιαξαν ήταν άσπρος σαν ασήμι κι είχε μια σφαίρα σαν το Φεγγάρι κι ολόγυρά του είχε μεγάλα άσπρα τείχη. Ω, ναι, λέγονταν πολλές ιστορίες για τον Πύργο της Σελήνης.

— Αυτός θα ’ναι η Μίνας Ίθιλ που έχτισε ο Ισίλντουρ ο γιος του Έλεντιλ, είπε ο Φρόντο. Ο Ισίλντουρ ήταν που έκοψε το δάχτυλο του Εχθρού.

— Ναι, Αυτός έχει μόνο τέσσερα στο Μαύρο Χέρι, αλλά είναι αρκετά, είπε το Γκόλουμ ανατριχιάζοντας. Κι Αυτός μισούσε την πόλη του Ισίλντουρ.

— Και τι δε μισεί; είπε ο Φρόντο. Αλλά τι σχέση έχει ο Πύργος της Σελήνης μ’ εμάς;

— Λοιπόν, αφέντη, εκεί ήταν κι εκεί είναι ο ψηλός πύργος και τ’ άσπρα σπίτια και το τείχος· αλλά δεν είναι καλά τώρα, δεν είναι ωραία. Τον πήρε εδώ και πολύ παλιά. Είναι πολύ φοβερός τόπος τώρα. Οι ταξιδιώτες τρέμουν σαν τον δουν, σέρνονται και φεύγουν να μην τον βλέπουν, αποφεύγουν τη σκιά του. Ο αφέντης όμως θα πρέπει να πάει από κει. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος. Γιατί τα βουνά εκεί είναι πιο χαμηλά κι ο παλιός δρόμος όλο κι ανεβαίνει, ώσπου φτάνει ένα σκοτεινό πέρασμα στην κορφή κι ύστερα πηγαίνει κάτω, κάτω, ξανά — στο Γκόργκοροθ.