Η φωνή του έγινε ψίθυρος κι ανατρίχιασε.
— Μα αυτό σε τι θα μας βοηθήσει; ρώτησε ο Σαμ. Μη μου πεις πως ο Εχθρός δεν ξέρει τα πάντα για τα βουνά του κι εκείνο το δρόμο δεν τον φυλάνε τόσο καλά, όσο κι αυτόν; Ο πύργος δεν είναι άδειος, δεν είν’ έτσι;
— Ω, όχι, όχι άδειος! ψιθύρισε το Γκόλουμ. Φαίνεται άδειος, μα δεν είναι, ω, όχι! Πολύ τρομερά όντα ζουν εκεί. Ορκ, ναι, πάντα Ορκ· αλλά και χειρότερα όντα ζουν εκεί, χειρότερα. Ο δρόμος ανεβαίνει ακριβώς κάτω απ’ τη σκιά του τείχους και περνάει την πύλη. Τίποτα δεν κινείται στο δρόμο που να μην το ξέρουν. Τα όντα μέσα ξέρουν: οι Σιωπηλοί Σκοποί.
— Ώστε αυτή λοιπόν είναι η συμβουλή σου, είπε ο Σαμ, να κάνουμε άλλη μια μεγάλη πορεία στο νοτιά, για να βρεθούμε στο ίδιο αδιέξοδο ή και χειρότερο, όταν φτάσουμε εκεί, αν ποτέ φτάσουμε;
— Όχι, όχι βέβαια, είπε το Γκόλουμ. Οι χόμπιτ πρέπει να δουν, πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν. Αυτός δεν περιμένει επίθεση από κει. Το Μάτι Του γυρίζει παντού, αλλά προσέχει μερικά σημεία περισσότερο από άλλα. Δεν μπορεί να τα βλέπει όλα ταυτόχρονα, όχι ακόμα. Βλέπετε, έχει κατακτήσει όλη την περιοχή δυτικά απ’ τα Βουνά της Σκιάς ως τον Ποταμό κάτω και κρατάει τις γέφυρες τώρα. Νομίζει πως κανείς δεν μπορεί να έρθει στον Πύργο της Σελήνης χωρίς να δώσει μεγάλη μάχη στα γεφύρια, ή να φέρει πολλές βάρκες που δεν μπορούν να κρυφτούν κι Αυτός θα το μάθει.
— Φαίνεται να ξέρεις πολλά για το τι κάνει Αυτός και τι σκέφτεται, είπε ο Σαμ. Είχατε καμιά κουβέντα τώρα τελευταία; Ή έκανες παρέα με κάποιους Ορκ;
— Όχι καλός χόμπιτ, όχι μυαλωμένος, είπε το Γκόλουμ ρίχνοντας στο Σαμ μια θυμωμένη ματιά και γυρίζοντας στο Φρόντο: Ο Σμήγκολ έχει κουβεντιάσει με Ορκ, ναι, φυσικά, πριν ν’ ανταμώσει τον αφέντη, και σε πολύν κόσμο: έχει περπατήσει πολύ μακριά. Κι αυτά που λέει τώρα τα λέει πολύς κόσμος. Είναι εδώ στο Βοριά που γι’ Αυτόν είναι ο μεγάλος κίνδυνος, και για μας. Θα βγει απ’ τη Μαύρη Πύλη μια μέρα, μια μέρα σύντομα. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορούν να έρθουν μεγάλες στρατιές. Αλλά πέρα, κάτω δυτικά, Αυτός δε φοβάται και υπάρχουν και οι Σιωπηλοί Σκοποί.
— Ακριβώς! είπε ο Σαμ, που δεν το ’βαζε κάτω. Κι έτσι μπορούμε να πάμε και να χτυπήσουμε στην πόρτα τους και να ρωτήσουμε αν είναι ο σωστός δρόμος για τη Μόρντορ; Ή παραείναι σιωπηλοί και δεν απαντούν; Δεν είναι λογικό. Ας κάνουμε ό,τι κάνουμε εδώ, να γλιτώσουμε και το ξεποδάριασμα.
— Μην αστειεύεσαι, σφύριξε το Γκόλουμ. Δεν είναι αστείο. Ω, όχι! Ούτε διασκεδαστικό. Δεν είναι λογικό να προσπαθείς να μπεις στη Μόρντορ έτσι κι αλλιώς. Αλλά, αν ο αφέντης λέει Πρέπει να πάω ή Θα πάω, τότε πρέπει να δοκιμάσει κάποιον τρόπο. Αλλά δεν πρέπει να πάει στην τρομερή πόλη. Ω, όχι, και βέβαια όχι. Κι εδώ είναι που βοηθάει ο Σμήγκολ, ο καλός ο Σμήγκολ, αν και κανένας δεν του εξηγεί γιατί γίνονται όλα αυτά. Ο Σμήγκολ βοηθάει ξανά. Αυτός το βρήκε. Αυτός το ξέρει.
— Τι βρήκες; ρώτησε ο Φρόντο.
Το Γκόλουμ ζάρωσε χάμω κι η φωνή του χαμήλωσε κι έγινε ψίθυρος ξανά.
— Ένα μικρό μονοπάτι που ανεβαίνει στα βουνά· κι ύστερα μια σκάλα, μια στενή σκάλα. Ω, ναι, ατέλειωτη και στενή. Κι ύστερα κι άλλα σκαλοπάτια. Κι ύστερα — η φωνή του χαμήλωσε ακόμα περισσότερο — μια στοά, μια σκοτεινή στοά· και τέλος μια μικρή σχισμή κι ένα μονοπάτι ψηλότερα απ’ το κυρίως πέρασμα. Από κείνο το δρόμο βγήκε ο Σμήγκολ απ’ το σκοτάδι. Αλλά ήταν χρόνια πριν. Το μονοπάτι μπορεί να ’χει εξαφανιστεί τώρα· μπορεί όμως κι όχι, μπορεί όχι.
— Δε μ’ αρέσει καθόλου αυτή η ιστορία, είπε ο Σαμ. Μου παραφαίνεται εύκολη, τουλάχιστον έτσι όπως τη λες. Αν το μονοπάτι υπάρχει ακόμα, θα το φυλάνε κι αυτό. Δεν το φύλαγαν, Γκόλουμ;
Καθώς το ’πε αυτό, έπιασε ή του φάνηκε πως έπιασε μια πράσινη λάμψη στη ματιά του Γκόλουμ. Το Γκόλουμ μουρμούρισε αλλά δεν απάντησε.
— Δεν το φρουρούν; ρώτησε ο Φρόντο αυστηρά. Και τα κατάφερες να ξεφύγεις απ’ το σκοτάδι, Σμήγκολ; Δε σ’ άφησαν μάλλον να φύγεις, με κάποια αποστολή; Τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο Άραγκορν, που σε βρήκε κοντά στους Βάλτους των Νεκρών μερικά χρόνια πριν.
— Είναι ψέμα! σφύριξε το Γκόλουμ, και μια απαίσια λάμψη φάνηκε στα μάτια του ακούγοντας το όνομα του Άραγκορν. Είπε ψέματα για μένα, ναι! Εγώ το ’σκασα, εντελώς μόνος μου ο καημένος. Και βέβαια μου ’παν να ψάξω για το Πολύτιμο· κι έχω ψάξει, ψάξει, βεβαίως έχω. Όχι, όμως, για λογαριασμό του Μαύρου Άρχοντα. Το Πολύτιμο ήταν δικό μας, ήταν δικό μου, σας λέω. Μόνος μου το ’σκασα.
Ο Φρόντο ένιωσε μια παράξενη βεβαιότητα πως σ’ αυτή την υπόθεση το Γκόλουμ για μια φορά δε βρισκόταν τόσο μακριά απ’ την αλήθεια, όσο θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς· πως είχε δηλαδή κάπως βρει δρόμο να βγάζει απ’ τη Μόρντορ και πως τουλάχιστον πίστευε πως τον είχε ανακαλύψει με τη δική του πονηριά, Γιατί πρόσεξε πως το Γκόλουμ είπε εγώ, κι αυτό συνήθως φαινόταν να είναι το σημάδι, όταν σπάνια παρουσιαζόταν, πως κάποια απομεινάρια της παλιάς αλήθειας και ειλικρίνειας ήταν προς στιγμή στην επιφάνεια. Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε να εμπιστευτεί το Γκόλουμ σ’ αυτό το σημείο, ο Φρόντο δεν ξεχνούσε τους δόλους του Εχθρού. Η «απόδραση» μπορεί να είχε επιτραπεί ή να ήταν φτιαχτή και πολύ γνωστή στο Σκοτεινό Πύργο. Κι οπωσδήποτε ήταν φανερό πως κρατούσε πάρα πολλά για τον εαυτό του.