— Σε ρωτάω πάλι, είπε, δε φρουρούν τον κρυφό το δρόμο;
Αλλά το όνομα του Άραγκορν είχε κάνει το Γκόλουμ να μουτρώσει. Είχε όλη την πληγωμένη στάση του ψεύτη, που τον υποψιάζονται όταν, για πρώτη φορά, έχει πει την αλήθεια ή μέρος της. Δεν απάντησε.
— Δεν τον φρουρούν; επανέλαβε ο Φρόντο.
— Ναι, ναι, μπορεί. Δεν έχει ασφαλισμένα μέρη σ’ αυτή τη χώρα, είπε το Γκόλουμ μουτρωμένο. Δεν έχει ασφαλισμένα μέρη. Ο αφέντης όμως πρέπει να δοκιμάσει ή να γυρίσει σπίτι του. Δεν έχει άλλο δρόμο.
Εκείνοι δεν κατάφεραν να το κάνουν να πει περισσότερα. Το όνομα του επικίνδυνου τόπου και του ψηλού περάσματος δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να το πει.
Το όνομά του ήταν Κίριθ Ούνγκολ, ένα όνομα με φήμη τρομερή. Ο Άραγκορν θα μπορούσε να του είχε πει ίσως αυτό το όνομα και τη σημασία του· ο Γκάνταλφ θα τους είχε προειδοποιήσει. Αλλά ήταν ολομόναχοι, κι ο Άραγκορν βρισκόταν πολύ μακριά κι ο Γκάνταλφ στεκόταν ανάμεσα στα συντρίμμια του Ίσενγκαρντ κι αγωνιζόταν με το Σάρουμαν, αργοπορημένος εξαιτίας της προδοσίας. Όμως, ακόμα και την ώρα που έλεγε τα τελευταία του λόγια στο Σάρουμαν, και το παλαντίρ έπεσε όλο φωτιά στα σκαλοπάτια του Όρθανκ, η σκέψη του βρισκόταν πάντα στο Φρόντο και στο Σάμγουάιζ και μέσ’ απ’ τις ατέλειωτες λεύγες ο νους του τους αναζητούσε με συμπόνια κι ελπίδα.
Μπορεί ο Φρόντο να την ένιωσε, δίχως να το ξέρει, όπως την είχε νιώσει πάνω στο Άμον Χεν, μόλο που πίστευε πως ο Γκάνταλφ είχε φύγει, είχε χαθεί για πάντα στα σκοτάδια της Μόρια μακριά. Κάθισε καταγής για ώρα πολλή, σιωπηλός, με το κεφάλι σκυμμένο, προσπαθώντας να φέρει στο νου του όλα όσα του είχε πει ο Γκάνταλφ. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να θυμηθεί καμιά συμβουλή. Γιατί στ’ αλήθεια η καθοδήγηση του Γκάνταλφ τους είχε αφαιρεθεί πολύ γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, τότε που η Σκοτεινή Χώρα ήταν ακόμα πάρα πολύ μακριά. Πώς θα έμπαιναν εκεί στο τέλος ο Γκάνταλφ δεν είχε πει. Ίσως και να μην μπορούσε να πει. Στο λημέρι του Εχθρού στο Βοριά, στο Ντόλ Γκούλντουρ, είχε αποτολμήσει να μπει μια φορά. Αλλά στη Μόρντορ, στο Βουνό της Φωτιάς και στο Μπαράντ-ντουρ, από τότε που ο Μαύρος Άρχοντας ξαναπήρε δύναμη, είχε ποτέ του ταξιδέψει εκεί; Ο Φρόντο δεν το πίστευε. Και να τος τώρα αυτός, ένας μικρούλης απ’ το Σάιρ, ένας απλός χόμπιτ που ζούσε στην ήσυχη εξοχή· να περιμένουν απ’ αυτόν να βρει δρόμο εκεί που οι πιο μεγάλοι δεν μπορούσαν ή δεν τολμούσαν να πάνε. Ήταν μαύρη μοίρα. Αλλά την είχε διαλέξει μοναχός του, στο σαλόνι του, κάποια άνοιξη μακρινή άλλης χρονιάς, τόσο μακρινής τώρα, που έμοιαζε σαν κάποιο κεφάλαιο σε κάποια ιστορία τότε που ο κόσμος ήταν νέος και το Χρυσό και το Ασημένιο Δέντρο άνθιζαν ακόμα. Ήταν μια φοβερή εκλογή. Ποιο δρόμο να διάλεγε; Κι αν και οι δυο έφερναν στον τρόμο και στο θάνατο, ποιο το όφελος της εκλογής;
Η μέρα προχώρησε. Μια βαθιά σιωπή έπεφτε πάνω στη μικρή γκρίζα τρύπα που βρισκόντουσαν, τόσο κοντά στα σύνορα της γης του φόβου: μια σιωπή που την ένιωθες, σαν πυκνό πέπλο που τους απομόνωνε απ’ όλον τον κόσμο ολόγυρα τους. Πάνω τους ο θόλος του χλωμού ουρανού ήταν γεμάτος γραμμές φευγαλέου καπνού, που έδειχναν όμως ψηλά και μακριά, λες κι έβλεπες από μεγάλα βάθη μιας ατμόσφαιρας βαριάς από σκέψεις βαθυστόχαστες.
Ούτε κι αετός ζυγιασμένος αντίκρυ στον ήλιο δε θα μπορούσε να διακρίνει τους χόμπιτ καθισμένους εκεί, κάτω απ’ το βάρος του πεπρωμένου, σιωπηλούς, ακίνητους, τυλιγμένους στους λεπτούς γκρίζους μανδύες τους. Για μια στιγμή θα μπορούσε ίσως να σταματήσει για να ρίξει και δεύτερη ματιά στο Γκόλουμ, μια μικροσκοπική μορφή ξαπλωμένη στο χώμα: εκεί ίσως κείτονταν το σκελεθρωμένο κορμί κάποιου παιδιού Ανθρώπων, με τα κουρελιασμένα ρούχα του ακόμα να το σκεπάζουν, τα μακριά χέρια και πόδια του σχεδόν άσπρα σαν κόκαλα και ισχνά σαν κόκαλα: δεν άξιζε ούτε για μεζέ.
Το κεφάλι του Φρόντο ήταν σκυφτό πάνω στα γόνατά του, ο Σαμ όμως έγειρε πίσω, με τα χέρια κάτω απ’ το κεφάλι, κοιτάζοντας μέσ’ απ’ την κουκούλα του τον άδειο ουρανό. Τουλάχιστον ήταν άδειος για ώρα πολλή. Ύστερα ο Σαμ νόμισε πως είδε κάτι σαν μαύρο πουλί με την άκρη του ματιού του, να ζυγιάζεται κι ύστερα να στρίβει και να φεύγει ξανά. Το ακολούθησαν δυο ακόμα κι ύστερα ένα τέταρτο. Έδειχναν πολύ μικρά, όμως αυτός ήξερε, κάπως, πως ήταν θεόρατα, με φτερά που απλώνονταν πελώρια και πετούσαν σε πολύ μεγάλο ύψος. Σκέπασε τα μάτια του κι έσκυψε μπροστά τρομαγμένος. Τον είχε κυριέψει ο ίδιος προειδοποιητικός φόβος που είχε νιώσει στην παρουσία των Μαύρων Καβαλάρηδων, ο αμήχανος τρόμος που είχε έρθει με το ουρλιαχτό στον αέρα και τον ίσκιο στο φεγγάρι, αν και τώρα δεν ήταν τόσο συντριπτικός ή επιτακτικός: η απειλή ήταν πιο απόμακρη. Πάντως, απειλή ήταν. Το ’νιωσε κι ο Φρόντο. Κόπηκε ο συλλογισμός του. Αναδεύτηκε και ρίγησε, αλλά δεν κοίταξε ψηλά. Το Γκόλουμ κουλουριάστηκε σαν στριμωγμένη αράχνη. Οι φτερωτές μορφές έκαναν κύκλο, χαμήλωσαν γρήγορα, γυρίζοντας βιαστικά πίσω στη Μόρντορ.