Выбрать главу

Ο Σαμ πήρε μια βαθιά ανάσα.

— Οι Καβαλάρηδες άρχισαν να τριγυρίζουν πάλι, ψηλά στον ουρανό, είπε μ’ ένα βραχνό ψίθυρο. Τους είδα. Νομίζεις πως μπορούσαν να μας δουν; Ήταν πολύ ψηλά. Κι αν είναι οι Μαύροι Καβαλάρηδες, οι ίδιοι όπως πριν, τότε δεν μπορούν να δουν πολλά στο φως της μέρας, έτσι δεν είναι;

— Όχι, ίσως όχι, είπε ο Φρόντο. Τα άτια τους όμως μπορούσαν. Κι αυτά τα φτερωτά πλάσματα που ιππεύουν τώρα είναι πολύ πιθανό να βλέπουν περισσότερα από κάθε άλλο πλάσμα. Είναι σαν μεγάλα όρνεα. Κάτι γυρεύουν ο Εχθρός, πολύ φοβάμαι, στέκει άγρυπνος.

Το αίσθημα του τρόμου πέρασε, αλλά η σιωπή που τους τύλιγε κόπηκε. Για λίγη ώρα είχαν αποκοπεί από τον κόσμο, λες και βρίσκονταν σ’ ένα αόρατο νησί’ τώρα είχαν απογυμνωθεί πάλι, ο κίνδυνος είχε ξαναγυρίσει. Ο Φρόντο όμως ακόμα δε μιλούσε στο Γκόλουμ ούτε αποφάσιζε. Τα μάτια του ήταν κλειστά, λες κι ονειρευόταν, ή κοίταζε μέσα στην καρδιά του και στη θύμησή του. Τέλος, αναδεύτηκε και σηκώθηκε όρθιος κι έδειχνε έτοιμος να μιλήσει και ν’ αποφασίσει. Αλλά «ακούστε!» είπε. «Τι είν’ αυτό;»

Καινούριος τρόμος τους βρήκε. Άκουσαν τραγούδια και βραχνά ξεφωνητά. Στην αρχή έμοιαζαν πολύ μακρινά, αλλά πλησίαζαν: έρχονταν προς το μέρος τους. Στη σκέψη όλων πέρασε πως οι Μαύροι Φτερωτοί τούς είχαν εντοπίσει κι είχαν στείλει οπλισμένους στρατιώτες να τους πιάσουν — γιατί τίποτα δεν ήταν πιο γρήγορο απ’ αυτούς τους τρομερούς υπηρέτες του Σόρον. Μαζεύτηκαν κι έστησαν αυτί. Οι φωνές και η κλαγγή των όπλων και ιπποσκευών ήταν πολύ κοντά. Ο Φρόντο και ο Σαμ ξεθηλύκωσαν τα μικρά σπαθιά στις θήκες τους. Η φυγή ήταν αδύνατη, Το Γκόλουμ σηκώθηκε αργά και σύρθηκε σαν έντομο ως τα χείλια του κοιλώματος. Πολύ προσεχτικά σηκώθηκε λίγο λίγο, ώσπου μπόρεσε να δει ανάμεσα από μια εγκοπή στο βράχο. Έμεινε εκεί δίχως να κουνιέται για κάμποση ώρα, χωρίς να βγάζει άχνα. Σε λίγο οι φωνές άρχισαν να υποχωρούν ξανά κι ύστερα αργά έσβησαν. Μακριά ένα βούκινο αντήχησε στις επάλξεις της Μοράνον. Ύστερα ήσυχα το Γκόλουμ αποτραβήχτηκε και γλίστρησε κάτω στο κοίλωμα.

— Κι άλλοι Άνθρωποι που πηγαίνουν στη Μόρντορ, είπε χαμηλόφωνα. Μαύρα πρόσωπα. Δεν έχουμε ξαναδεί Ανθρώπους σαν κι αυτούς, όχι, ο Σμήγκολ δεν έχει. Είναι άγριοι. Έχουν μαύρα μάτια, μακριά μαύρα μαλλιά και χρυσούς κρίκους στ’ αυτιά τους· ναι, ένα σωρό ωραίο χρυσάφι. Και μερικοί έχουν κόκκινη μπογιά στα μάγουλά τους και κόκκινες μπέρτες· κόκκινες είναι και οι σημαίες τους κι οι άκρες από τα δόρατά τους· κι έχουν στρογγυλές ασπίδες, κίτρινες και μαύρες με μεγάλες ακίδες. Όχι καλοί· πολύ σκληροί και κακοί Άνθρωποι φαίνονται. Κακοί σχεδόν όσο κι οι Ορκ και πολύ πιο μεγάλο. Ο Σμήγκολ νομίζει πως έχουν έρθει απ’ το Νοτιά, πέρα απ’ τις εκβολές του Μεγάλου Ποταμού· ανέβηκαν από κείνο το δρόμο. Πέρασαν απ’ τη Μεγάλη Πύλη· αλλά μπορεί ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι. Πάντα έρχονται κι άλλοι στη Μόρντορ. Κάποια μέρα όλοι οι λαοί θα βρεθούν μέσα.

— Είχε καθόλου ολίφαντες; ρώτησε ο Σαμ, ξεχνώντας το φόβο του απ’ την περιέργειά του να μάθει νέα από ξένους τόπους.

— Όχι, όχι ολίφαντες. Τι είναι ολίφαντες; ρώτησε το Γκόλουμ.

Ο Σαμ σηκώθηκε όρθιος, βάζοντας τα χέρια πίσω (όπως έκανε πάντα όταν «έλεγε ποιήματα»), κι άρχισε:

Σαν ποντίκι σταχτερός Και σαν σπίτι ’μαι ψηλός. Μύτη σαν το φίδι έχω, Η γη τρέμει όταν τρέχω, Και στη χλόη σαν πατώ. Δέντρα σπάζουν σαν περνώ. Έχω κέρατα στο στόμα, Του Νοτιά πατώ το χώμα, Ανεμίζοντας τ’ αυτιά. Χρόνια αμέτρητα πολλά Περπατώ, μα δεν ξαπλώνω Και στο χώμα πέφτω μόνο Σαν το θάνατο θα βρω. Ο Ολίφαντας εγώ, Είμ’ απ’ όλους πιο ψηλός Γέρος, θεόρατος, τρανός. Αν ποτέ με συναντήσεις, Δύσκολα Θα λησμονήσεις. Αν ποτέ σου δε με δεις, Παραμύθι θα με πεις· Μα ’μαι Ολίφαντας εγώ Ποτέ ψέμα δε θα πω.