— Αυτό, είπε ο Σαμ, σαν τελείωσε την απαγγελία, είναι μια ρίμα που λέμε στο Σάιρ. Ίσως ανόητη, ίσως κι όχι. Αλλά έχουμε κι εμείς τις ιστορίες μας, ξέρεις, και τα νέα μας απ’ το Νοτιά. Όχι πως γύρισαν πίσω πολλοί ποτέ, κι όχι πως πιστέψαμε κι όλα όσα μας είπαν: νέα απ’ το Μπρι κι όχι σίγουρα σαν τις κουβέντες του Σάιρ, όπως λέει κι ο λόγος. Εγώ όμως έχω ακούσει ιστορίες για μεγαλόσωμους λαούς πέρα μακριά στις Ηλιοχώρες. Τους λέμε Αραπάδες στις ιστορίες μας· και καβαλικεύουν ολίφαντες, λέει, όταν πολεμάνε. Βάζουνε σπίτια και πύργους στις ράχες των ολιφάντιδων κι οι ολίφαντες ρίχνουν βράχους και δέντρα ο ένας στον άλλο. Γι’ αυτό τώρα που είπες «Άνθρωποι απ’ το Νοτιά, όλοι στα κόκκινα και στα χρυσά», εγώ είπα «έχει καθόλου ολίφαντες;» Γιατί, αν είχε, θα ’ριχνα κι εγώ μια ματιά, κίνδυνος ξεκίνδυνος. Τώρα όμως δε φαντάζομαι πως θα δω ποτέ μου ολίφαντα. Μπορεί και να μην υπάρχει τέτοιο ζώο, αναστέναξε.
— Όχι, όχι ολίφαντες, είπε το Γκόλουμ ξανά. Ο Σμήγκολ δεν τους έχει ακουστά. Δε θέλει να τους δει. Δε θέλει να υπάρχουν. Ο Σμήγκολ θέλει να φύγει από δω και να κρυφτεί κάπου πιο σίγουρα. Ο Σμήγκολ θέλει να φύγει ο αφέντης. Ο καλός αφέντης, δε θα ’ρθει με το Σμήγκολ;
Ο Φρόντο σηκώθηκε όρθιος. Τον είχαν πιάσει τα γέλια, παρ’ όλες του τις σκοτούρες, όταν ο Σαμ πήρε φόρα κι έλεγε την παλιά ρίμα του Ολίφαντα, που την έλεγαν στο παραγώνι και τα γέλια τού έλυσαν το δισταγμό.
— Μακάρι να είχαμε χίλιους ολίφαντες με τον Γκάνταλφ σ’ έναν άσπρο επικεφαλής, είπε. Τότε θ’ ανοίγαμε, ίσως, δρόμο σ’ αυτή την απαίσια χώρα. Δεν έχουμε όμως παρά μόνο τα κουρασμένα μας πόδια όλο κι όλο. Λοιπόν, Σμήγκολ, ο τρίτος δρόμος μπορεί να μας βγει σε καλό. Θα ’ρθω μαζί σου.
— Καλέ αφέντη, σοφέ αφέντη, χρυσέ αφέντη! ξεφώνισε το Γκόλουμ ενθουσιασμένο, χτυπώντας χαϊδευτικά τα γόνατα του Φρόντο. Καλέ αφέντη! Λοιπόν, τώρα ξεκουραστείτε, καλοί χόμπιτ, στη σκιά των βράχων, κάτω από τα βράχια κοντά! Ξεκουραστείτε και καθίστε ήσυχοι, ώσπου να φύγει το Κίτρινο Πρόσωπο, Ύστερα μπορούμε να φύγουμε γρήγορα. Πρέπει να γίνουμε αθόρυβοι και γρήγοροι σαν ίσκιοι!
Κεφάλαιο IV
ΧΟΡΤΑΡΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΥΝΕΛΙ ΣΤΙΦΑΔΟ
Στις λίγες ώρες της μέρας που είχαν απομείνει ξεκουράστηκαν, αλλάζοντας θέση για σκιά καθώς προχωρούσε ο ήλιος, ώσπου τέλος ο ίσκιος της δυτικής πλευράς της κοιλάδας μάκρυνε και σκοτάδι γέμισε το κοίλωμα. Τότε έφαγαν λιγάκι και ήπιαν με οικονομία. Το Γκόλουμ δεν έφαγε τίποτα, αλλά δέχτηκε να πιει νερό μ’ ευχαρίστηση.
— Γρήγορα θα βρούμε κι άλλο τώρα, είπε, γλείφοντας τα χείλια του. Στα ποταμάκια που χύνονται στο Μεγάλο Ποταμό τρέχει καλό νερό, καλό νερό στους τόπους που πηγαίνουμε. Ο Σμήγκολ θα βρει φαΐ εκεί, ίσως. Είναι πολύ πεινασμένος, ναι, γκόλουμ!
Ακούμπησε τα δυο μεγάλα πλατιά του χέρια στη βαθουλωμένη κοιλιά του κι ένα χλωμό πράσινο φως φάνηκε στα μάτια του.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά, όταν τέλος ξεκίνησαν. Σύρθηκαν και βγήκαν απ’ τη δυτική πλευρά της κοιλάδας κι έσβησαν σαν φαντάσματα στην κακοτράχαλη περιοχή στα σύνορα του δρόμου. Το φεγγάρι τώρα ήθελε τρεις νύχτες ως την πανσέληνο, αλλά δε βγήκε πίσω απ’ τα βουνά ως τα μεσάνυχτα σχεδόν και το πρώτο μέρος της νύχτας ήταν πολύ σκοτεινό. Ένα μοναδικό κόκκινο φως έκαιγε πάνω ψηλά στους Πύργους των Δοντιών, αλλά κατά τα άλλα ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν το παραμικρό απ’ την ακοίμητη φρουρά της Μοράνον.
Για πολλά μίλια το κόκκινο μάτι έδειχνε να τους κοιτάζει καθώς έφευγαν, σκοντάφτοντας στη γυμνή κι όλο βράχια περιοχή. Δεν τολμούσαν να πάρουν το δρόμο, αλλά τον είχαν στ’ αριστερά τους, ακολουθώντας τον όσο πιο καλά μπορούσαν από κάποια απόσταση. Τέλος, όταν η νύχτα περνούσε κι αυτοί ήταν κιόλας κατάκοποι, γιατί είχαν σταματήσει για να ξεκουραστούν, μόνο για μια φορά λίγο, το μάτι έγινε ένα μικρό φλόγινο σημαδάκι κι ύστερα χάθηκε. Είχαν στρίψει τη σκοτεινή βόρεια παρυφή των πιο χαμηλών βουνών και τραβούσαν κατά το νοτιά.
Με τις καρδιές τώρα παράξενα ξαλαφρωμένες ξεκουράστηκαν πάλι, όχι για πολύ όμως. Δεν πήγαιναν αρκετά γρήγορα για το Γκόλουμ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ήταν κάπου τριάντα λεύγες απ’ τη Μοράνον ως το σταυροδρόμι πάνω απ’ την Οσγκίλιαθ κι έλπιζε να καλύψει την απόσταση σε τέσσερις πορείες. Γι’ αυτό σε λίγο ξεκίνησαν πάλι με κόπο, ώσπου η αυγή άρχισε ν’ απλώνεται αργά στην πλατιά γκρίζα ερημιά. Είχαν βαδίσει κάπου οκτώ λεύγες και οι χόμπιτ δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν πιο κάτω, ακόμα κι αν τολμούσαν.
Το φως που δυνάμωνε τους αποκάλυψε έναν τόπο που ήταν κιόλας λιγότερο γυμνός και καταστραμμένος. Τα βουνά εξακολουθούσαν να υψώνονται απειλητικά στ’ αριστερά τους, αλλά πολύ κοντά μπορούσαν να δουν το νότιο δρόμο, που τώρα ξεμάκραινε απ’ τα μαύρα ριζώματα των λόφων και λοξοδρομούσε δυτικά. Απ’ το δρόμο και πέρα υπήρχαν πλαγιές σκεπασμένες με σκουρόχρωμα δέντρα σαν μαύρα σύννεφα, αλλά παντού γύρω τους απλωνόταν ένας άγριος θαμνότοπος όλο ρείκια, σπάρτα και κρανιές, κι άλλα θαμνόδεντρα που δεν τα ήξεραν. Εδώ κι εκεί έβλεπαν συστάδες από ψηλά πεύκα.