Выбрать главу

Οι καρδιές των χόμπιτ αναθάρρεψαν λιγάκι παρ’ όλη τους την κούραση — η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και μυρωδάτη και τους θύμιζε τα ψηλώματα της Βόρειας Μοίρας πολύ μακριά. Ήταν καλό να παίρνουν αναστολή, να βαδίζουν σ’ έναν τόπο που ήταν για λίγα μόνο χρόνια κάτω από την κυριαρχία του Μαύρου Άρχοντα και δεν είχε χαλάσει εντελώς. Δεν ξεχνούσαν όμως τον κίνδυνο που διέτρεχαν, ούτε την Μαύρη Πύλη που δεν έπαυε να βρίσκεται πολύ κοντά, μόλο που ήταν κρυμμένη πίσω απ’ τα σκοτεινά βουνά. Κοίταξαν ολόγυρα για κάποια κρυψώνα από κακά μάτια όσο διαρκούσε η μέρα.

Η μέρα πέρασε ανήσυχα. Χώθηκαν βαθιά στα ρείκια και μετρούσαν τις αργοκίνητες ώρες, που κυλούσαν απαράλλαχτες· γιατί βρίσκονταν ακόμα κάτω απ’ τις σκιές των Έφελ Ντούαθ και ο ήλιος ήταν κρυμμένος. Ο Φρόντο κοιμόταν πότε πότε, βαθιά κι ειρηνικά, είτε γιατί εμπιστευόταν το Γκόλουμ είτε γιατί ήταν πολύ κουρασμένος για να τον νοιάζει· αλλά ο Σαμ είχε δυσκολία ακόμα και να λαγοκοιμηθεί, ακόμα κι όταν το Γκόλουμ φανερά κοιμόταν του καλού καιρού, με λαχανιάσματα και τινάγματα στα κρυφά όνειρά του. Ίσως η πείνα, περισσότερο από την έλλειψη εμπιστοσύνης, να τον κρατούσε ξυπνητό: είχε αρχίσει να λαχταράει ένα καλό σπιτικό φαγητό, «κάτι ζεστό απ’ την κατσαρόλα».

Μόλις η γη ξεθώριασε και πήρε ένα απροσδιόριστο γκρίζο χρώμα απ’ τον ερχομό της νύχτας, ξεκίνησαν πάλι. Σε λίγο το Γκόλουμ τους οδήγησε στο νότιο δρόμο· κι ύστερα απ’ αυτό προχωρούσαν πιο γρήγορα, αν κι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος. Είχαν τ’ αυτιά τους τεντωμένα μην τυχόν κι ακούσουν οπλή ή πόδι στο δρόμο μπροστά ή πίσω τους· αλλά η νύχτα πέρασε και δεν άκουσαν θόρυβο, ούτε από διαβάτη ούτε από καβαλάρη.

Ο δρόμος είχε κατασκευαστεί κάποια παλιά ξεχασμένη εποχή και για τριάντα περίπου μίλια κάτω απ’ τη Μοράνον είχε πρόσφατα επισκευαστεί, αλλά όσο προχωρούσε νότια η άγρια φύση τον είχε κατακλύσει. Η δουλειά των Ανθρώπων του παλιού καιρού φαινόταν ακόμη στην ίσια και σίγουρη γραμμή του και στην επίπεδη πορεία του· πότε πότε έκοβε δρόμο ανάμεσα από λοφοπλαγιές ή περνούσε πηδώντας κάποιο ποταμάκι με μια πλατιά καλοχτισμένη καμπυλωτή γέφυρα· αλλά, τέλος, όλα τα σημάδια απ’ το πλακόστρωτο χάθηκαν, εκτός από καμιά κολόνα, εδώ κι εκεί, να κρυφοκοιτάζει ανάμεσα απ’ τους θάμνους στην άκρη, ή καμιά παλιά πλάκα να παραφυλάει ανάμεσα στ’ αγριόχορτα και στα βουνά. Ρείκια, δέντρα και φτέρες απλώνονταν ως κάτω και σκέπαζαν τ’ αναχώματα ή απλώνονταν στην επιφάνειά του. Τέλος, καταντούσε εξοχικός καρόδρομος που ελάχιστα τον χρησιμοποιούσαν αλλά δεν έστριβε: κρατούσε τη σταθερή πορεία του και τους οδηγούσε απ’ το συντομότερο δρόμο.

Έτσι μπήκαν στις βορινές περιοχές εκείνης της γης που οι Άνθρωποι έλεγαν κάποτε Ιθίλιεν, ενός όμορφου τόπου με δάση και γοργοκύλιστα ποτάμια. Η νύχτα ομόρφυνε κάτω απ’ τ’ αστέρια και το ολοστρόγγυλο φεγγάρι και οι χόμπιτ είχαν την εντύπωση πως η ευωδιά της ατμόσφαιρας δυνάμωνε όσο προχωρούσαν κι απ’ τα ξεφυσήματα και τα μουρμουρητά του Γκόλουμ φαινόταν πως το ’χε προσέξει κι αυτό και δεν του άρεσε. Με τα πρώτα σημάδια της μέρας σταμάτησαν πάλι. Είχαν φτάσει στο τέλος ενός ορύγματος μεγάλου μήκους και βάθους με κατακόρυφες πλευρές, με το οποίο ο δρόμος διαπερνούσε μια πέτρινη ράχη. Τώρα σκαρφάλωσαν τη δυτική πλευρά και κοίταξαν μακριά.

Η μέρα ξανοιγόταν στον ουρανό και είδαν πως τα βουνά ήταν τώρα πολύ πιο ξέμακρα και απομακρύνονταν ανατολικά, σχηματίζοντας μια μακριά καμπύλη που χανόταν στο βάθος. Μπροστά τους, καθώς γύρισαν δυτικά, ομαλές πλαγιές κατηφόριζαν κι έσβηναν στην καταχνιά μακριά. Παντού γύρω τους υπήρχαν μικρά δασάκια, από κωνοφόρα, έλατα, κέδρους, κυπαρίσσια και άλλα είδη άγνωστα στο Σάιρ, με μεγάλα ξέφωτα ανάμεσά τους· και παντού υπήρχαν άφθονα αρωματικά χορταρικά και θάμνοι. Το μακρύ τους ταξίδι από το Σκιστό Λαγκάδι τούς είχε φέρει μακριά, πολύ νοτιότερα απ’ τη δική τους χώρα, αλλά μέχρι τώρα σ’ αυτήν εδώ την πιο προφυλαγμένη περιοχή οι χόμπιτ δεν είχαν νιώσει την αλλαγή του κλίματος. Εδώ η Άνοιξη δούλευε γύρω τους· φτέρες τρυπούσαν τα βρύα και τα σαπιόφυλλα, τα πεύκα είχαν πράσινα ακροδάχτυλα, μικρά λουλούδια άνθιζαν στη χλόη, πουλιά κελαηδούσαν. Το Ιθίλιεν, ο κήπος της Γκόντορ, ερημωμένο τώρα, διατηρούσε ακόμα την ομορφιά μιας ατημέλητης δρυάδας.