Выбрать главу

Νότια και δυτικά έβλεπε προς τις ζεστές χαμηλότερες κοιλάδες του Άντουιν, απ’ τ’ ανατολικά ήταν προφυλαγμένο από τα Έφελ Ντούαθ δίχως να βρίσκεται όμως κάτω απ’ τη σκιά τους, απ’ το βοριά προφυλαγμένο απ’ το Έμιν Μιούιλ κι ήταν ανοιχτό στα νότια ρεύματα και στους υγρούς ανέμους που έρχονταν απ’ τη μακρινή θάλασσα. Εκεί φύτρωναν πολλά μεγάλα δέντρα, φυτεμένα από πολύ παλιά, που γερνούσαν απεριποίητα μέσα σε μια ζούγκλα από αδιάφορους απογόνους· υπήρχαν αρμυρίκια, αψιές, φιστικιές, ελιές, δάφνες· και είχε και αγριοκυπάρισσα και μυρτιές· και ολόκληρους θάμνους θυμάρι, που με τα ξυλένια αναρριχητικά κοτσάνια τους σκέπαζαν με κεντήματα τις κρυμμένες πέτρες· διάφορα είδη αλιφασκιάς που έβγαζαν γαλάζια λουλουδάκια ή κόκκινα ή χλωμά πράσινα· και μαντζουράνες και φρεσκοφυτρωμένος μαϊντανός και πολλά αρωματικά φυτά με όψη κι άρωμα πέρα απ’ τις κηπουρικές γνώσεις του Σαμ. Οι σπηλιές και οι πέτρινοι τοίχοι ήταν κιόλας αστροστολισμένοι με μαλλόχορτα και πετρόχορτα. Πριμούλες και ανεμώνες είχαν ξυπνήσει κάτω απ’ τις φουντουκιές· κι ασφόδελοι και πολλά κρινάκια έγερναν τα μισανοιγμένα κεφαλάκια τους στο παχύ πράσινο χορτάρι, πλάι στις λιμνούλες, όπου τα γρήγορα ποταμάκια ξεκουράζονταν σε δροσάτα κοιλώματα πριν συνεχίσουν το κατηφορικό τους ταξίδι για τον Άντουιν.

Οι ταξιδιώτες γύρισαν την πλάτη στο δρόμο και πήραν την κατηφόρα. Καθώς προχωρούσαν, παραμερίζοντας στο πέρασμά τους θάμνους κι αρωματικά φυτά, ευωδιαστά αρώματα ξεχύνονταν γύρω τους. Το Γκόλουμ έβηχε και αναγούλιαζε· αλλά οι χόμπιτ ανάσαιναν βαθιά και ξαφνικά ο Σαμ γέλασε, όχι από κάποιο αστείο, αλλά απ’ την αλαφράδα της καρδιάς του. Ακολούθησαν ένα ρυάκι που κατηφόριζε γοργά μπροστά τους. Σε λίγο τους έφερε σε μια μικρή καθάρια λίμνη σε μια ρηχή κοιλάδα· απλωνόταν στα κομματιασμένα ερείπια κάποιας πανάρχαιας πέτρινης λεκάνης, που τα σκαλιστά της χείλη ήταν σχεδόν εντελώς σκεπασμένα με βρύα κι αγριοτριανταφυλλιές· ίριδες ήταν παραταγμένες ολόγυρα και φύλλα από νούφαρα έπλεαν στη σκοτεινή κι ελαφρά ρυτιδωμένη της επιφάνεια· ήταν όμως βαθιά και ολόδροση και ξεχείλιζε πολύ μαλακά από μια πέτρινη εγκοπή στην άλλη άκρη.

Εδώ πλύθηκαν και ήπιαν, ώσπου χόρτασαν, απ’ το σημείο που το ρυάκι χυνόταν μέσα. Έπειτα αναζήτησαν τόπο για ν’ αναπαυθούν και να κρυφτούν γιατί αυτός ο τόπος, μόλο που ακόμα έδειχνε όμορφος, δεν έπαυε ν’ αποτελεί τώρα περιοχή του Εχθρού. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το δρόμο, κι όμως ακόμα και σε τόσο σύντομο διάστημα είχαν δει ουλές από παλιούς πολέμους και νεότερες πληγές ανοιγμένες από τους Ορκ και άλλους βρομερούς υπηρέτες του Μαύρου Άρχοντα — ένα λάκκο ξεσκέπαστο, γεμάτο βρομιές και σκουπίδια· δέντρα πελεκημένα χωρίς λόγο και αφημένα να πεθάνουν, με απαίσια ρουνικά ή το άγριο σημάδι του Ματιού χαραγμένα με άτεχνες μαχαιριές στη φλούδα τους.

Ο Σαμ, που κατηφόρισε απ’ το σημείο που έφευγε το νερό της λίμνης, μυρίζοντας κι αγγίζοντας τ’ άγνωστα φυτά και δέντρα, λησμονώντας για μια στιγμή τη Μόρντορ, αναγκάστηκε ξαφνικά να θυμηθεί τον πανταχού παρόντα κίνδυνο που διέτρεχαν. Σκόνταψε σ’ ένα άνοιγμα ακόμα καψαλισμένο απ’ τη φωτιά και στη μέση του βρήκε ένα σωρό καρβουνιασμένα και κομματιασμένα κόκαλα και νεκροκεφαλές. Τ’ αγριόχορτα, που φύτρωναν γρήγορα με βάτα και αγριοτριανταφυλλιές και αγράμπελη άπλωναν κιόλας το πέπλο τους πάνω απ’ αυτόν τον τόπο του φοβερού συμπόσιου και της σφαγής· που όμως δεν ήταν παλιά. Βιάστηκε να γυρίσει στους συντρόφους του, αλλά δεν είπε τίποτα: τα κόκαλα ήταν πολύ καλύτερα να μείνουν στην ησυχία τους, παρά να τους βάλει χέρι και να τ’ ανακατέψει το Γκόλουμ.

— Ελάτε να βρούμε κάπου να ξαπλώσουμε, είπε. Όχι χαμηλότερα. Κάπου ψηλότερα θα ’λεγα.

Λίγο πίσω και ψηλότερα από τη λίμνη βρήκαν ένα καφέ σκούρο παχύ στρώμα από περσινές φτέρες. Πιο πέρα είχε μια πυκνή συστάδα από σκουρόφυλλες δάφνες που σκαρφάλωναν μια απόκρημνη ανηφοριά κι ήταν στεφανωμένες με γέρικους κέδρους. Εκεί αποφάσισαν να ξεκουραστούν και να περάσουν τη μέρα, που υποσχόταν κιόλας να είναι ηλιόλουστη και ζεστή. Ήταν όμορφη μέρα για να περπατήσουν στα σύδεντρα και στα ξέφωτα του Ιθίλιεν αλλά μόλο που οι Ορκ αποφεύγουν το φως του ήλιου, υπήρχαν πάρα πολλά σημεία εδώ που θα μπορούσαν να κρυφτούν και να παραμονεύουν κι οπωσδήποτε κυκλοφορούσαν κι άλλα κακόβουλα μάτια: ο Σόρον είχε πολλούς υπηρέτες. Το Γκόλουμ, πάντως, δε σκόπευε να κουνηθεί κάτω απ’ το Κίτρινο Πρόσωπο. Σε λίγο θα ’βγαινε πίσω απ’ τις σκοτεινές κορυφογραμμές των Έφελ Ντούαθ κι αυτό θα λιποψυχούσε και θα ζάρωνε φοβισμένο στο φως και στη ζέστη.

Ο Σαμ σκεφτόταν πολύ σοβαρά το φαγητό καθώς προχωρούσαν. Τώρα που η απελπισία της απροσπέλαστης Πύλης βρισκόταν στο παρελθόν, δεν ακολουθούσε το παράδειγμα του κυρίου του, να μη σκέπτεται το πώς θα επιζήσουν μετά το τέλος της αποστολής τους· κι οπωσδήποτε του φαινόταν πιο συνετό να φυλάει το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών για χειρότερες μέρες. Έξι μέρες ή και περισσότερες είχαν περάσει από τότε που είχε υπολογίσει πως είχαν μόλις και μετά βίας αρκετό για τρεις εβδομάδες.