Выбрать главу

«Αν φτάσουμε στη Φωτιά ως τότε, θα είμαστε τυχεροί, έτσι όπως πάμε! σκέφτηκε. Και μπορεί να θέλουμε να γυρίσουμε πίσω. Μπορεί!»

Κι επιπλέον, στο τέλος μιας ολονύκτιας πορείας κι ύστερα απ’ το μπάνιο και το νερό που ήπιε, ένιωθε πολύ πιο πεινασμένος απ’ όσο συνήθως. Αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν ένα δείπνο ή ένα πρωινό, πλάι στη φωτιά στην παλιά κουζίνα του Μπάγκσοτ Ρόου. Του ’ρθε μια ιδέα και στράφηκε στο Γκόλουμ. Το Γκόλουμ μόλις κι ετοιμαζόταν να ξεγλιστρήσει μόνο του και σερνόταν με τα τέσσερα ανάμεσα στις φτέρες.

— Ε! Γκόλουμ! είπε ο Σαμ. Για πού το ’βαλες; Κυνήγι; Λοιπόν, κοίτα δω, γερο-μακρομύτη, εσένα δε σ’ αρέσει το φαΐ μας κι εγώ προσωπικά δε θα λυπηθώ με κάποια αλλαγή. Το καινούριο σου σύνθημα είναι: πάντα έτοιμος να βοηθήσω. Θα μπορούσες να βρεις τίποτα της προκοπής για έναν πεινασμένο χόμπιτ;

— Ναι, ίσως, ναι, είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ πάντα βοηθάει, αν του το ζητήσουν — αν του το ζητήσουν όμορφα.

— Σωστά, είπε ο Σαμ. Εγώ σ’ το ζητώ. Κι αν αυτό δε σου φαίνεται αρκετά όμορφα, σε παρακαλώ.

Το Γκόλουμ εξαφανίστηκε. Έλειψε αρκετή ώρα κι ο Φρόντο, αφού έφαγε λίγες μπουκιές λέμπας, βολεύτηκε βαθιά στις καφετιές φτέρες κι αποκοιμήθηκε. Ο Σαμ τον κοίταξε. Το πρώτο πρωινό φως μόλις τώρα σερνόταν στις σκιές κάτω από τα δέντρα, αλλά είδε το πρόσωπο του κυρίου του πολύ καθαρά, το ίδιο και τα χέρια του, απλωμένα χαλαρά στη γη πλάι του. Αυτό του θύμισε το Φρόντο όπως ήταν ξαπλωμένος, κοιμισμένος στο σπίτι τού Έλροντ, τότε με τη θανατερή πληγή του. Τότε, καθώς τον παρατηρούσε, ο Σαμ είχε προσέξει πως μερικές φορές ένα φως λες κι έβγαινε αμυδρά από μέσα του· τώρα όμως το φως ήταν ακόμα πιο έντονο και δυνατό. Το πρόσωπο του Φρόντο ήταν ειρηνικό και τα σημάδια του φόβου και της φροντίδας είχαν φύγει· έδειχνε όμως γερασμένο, γερασμένο και πανέμορφο, λες και το πελέκημα των χρόνων που το σχημάτισαν να φανερωνόταν τώρα σε πολλές λεπτότατες γραμμές που ήταν κρυμμένες προηγουμένως, αν και το πρόσωπο αυτό καθεαυτό δεν είχε αλλάξει. Όχι πως ο Σαμ Γκάμγκη το είπε έτσι στον εαυτό του. Αυτός τίναξε το κεφάλι του, λες κι έβρισκε τις λέξεις άχρηστες και μουρμούρισε: «Τον αγαπώ. Είναι έτσι και πότε πότε λάμπει κι απέξω, κάπως. Όμως εγώ τον αγαπώ, είτε έτσι είτε αλλιώς».

Το Γκόλουμ γύρισε αθόρυβα και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Σαμ. Βλέποντας το Φρόντο έκλεισε τα μάτια του κι απομακρύνθηκε στα τέσσερα δίχως θόρυβο. Ο Σαμ το πλησίασε μια στιγμή αργότερα και το βρήκε να μασουλάει κάτι και να μουρμουρίζει μοναχό του. Στη γη δίπλα του βρίσκονταν δυο μικρά κουνέλια, που είχε αρχίσει να τα κοιτάζει λαίμαργα.

— Ο Σμήγκολ πάντα βοηθάει, είπε. Έφερε κουνέλια, νόστιμα κουνέλια. Αλλά ο αφέντης κοιμήθηκε και μπορεί κι ο Σαμ να θέλει να κοιμηθεί. Μήπως δεν τα θέλει τώρα τα κουνέλια; Ο Σμήγκολ προσπαθεί να βοηθήσει, αλλά δεν μπορεί να τα πιάνει όλα στη στιγμή.

Ο Σαμ όμως δεν είχε καμιά αντίρρηση για το κουνέλι και το ’πε. Τουλάχιστον όχι για μαγειρεμένο κουνέλι. Όλοι οι χόμπιτ, φυσικά, ξέρουν να μαγειρεύουν, γιατί αρχίζουν να μαθαίνουν την τέχνη πριν τα γράμματα (που πολλοί ποτέ τους δε μαθαίνουν)· ο Σαμ όμως ήταν καλός μάγειρας, ακόμα και σύμφωνα με τα χομπιτο-κριτήρια και είχε εξασκηθεί καλά στο υπαίθριο μαγείρεμα στα ταξίδια τους, όταν είχε την ευκαιρία. Εξακολουθούσε ακόμα να κουβαλάει μ’ ελπίδα αρκετά απ’ τα σύνεργά του στο σακίδιο του: ένα μικρό κουτί με ίσκα, δυο μικρές ρηχές κατσαρόλες, την πιο μικρή μέσα στην πιο μεγάλη· μέσα τους είχε φυλάξει ένα ξύλινο κουτάλι, ένα κοντό πιρούνι με δύο μύτες και μερικές μικρές σούβλες· και κρυμμένο στον πάτο του σάκου του, σ’ ένα πλακέ ξύλινο κουτί, είχε ένα θησαυρό που όλο και λιγόστευε, λίγο αλάτι. Χρειαζόταν όμως φωτιά και μερικά πράγματα ακόμα. Σκέφτηκε λιγάκι, ενώ έβγαλε το μαχαίρι του, το καθάρισε και το ακόνισε κι άρχισε να ετοιμάζει τα κουνέλια. Δε σκόπευε ν’ αφήσει το Φρόντο μοναχό του κοιμισμένο ούτε για λίγα λεπτά.

— Τώρα, Γκόλουμ, είπε, έχω και μια άλλη δουλειά για σένα. Πήγαινε και γέμισε αυτές τις κατσαρόλες με νερό και φέρ’ τες πίσω!

— Ο Σμήγκολ θα φέρει νερό, ναι, είπε το Γκόλουμ. Αλλά τι θέλει ο χόμπιτ όλο αυτό το νερό; Αυτός ήπιε και πλύθηκε.

— Μη σε νοιάζει, είπε ο Σαμ. Αν δεν μπορείς να μαντέψεις, γρήγορα θα το μάθεις. Κι όσο πιο γρήγορα φέρεις το νερό, τόσο πιο γρήγορα θα μάθεις. Και μη μου χαλάσεις καμιά απ’ τις κατσαρόλες μου, γιατί θα σε κάνω κιμά.